Κόλιαντα, Μπάμπου μ’, Κόλιαντα.
Κόλιαντα, μπάμπω μ’, κόλιαντα κι μένα κολιαντίνα
κι αν δε μι δώσεις κόλιαντα, δωσ’ μου τη θυγατέρα σ’,
να την τσιμπώ, να τη φιλώ, να την κοιτώ στα μάτια,
στα μάτια, στα ματόφυλλα και στα καγκελοφρύδια
να την τσιμπώ, να τη φιλώ και πάλι να στη δίνω.
Τραγούδι για τον Αφέντη
Όντας εβγήκαμι σε βγενικούς να πάμε,
σε βγενικούς και σε καλούς και σε πραματευτάδες.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χιλιά χρονιά να ζήσει
Κι πως να τον τιμήσουμε κι πώς να τον ιπούμι;
Να τουν ιπούμι άρχουνταν, του ξέρ’ κι μουναχός του.
Ας τουν ιπούμι ιβγινικόν κι αλήθεια τέτοιους είνι.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός κι αυγερινός κι η πούλια,
τόσα άσπρα να’ χει αφέντης μας φλουριά κι καραγρόσια,
να τα μετράει με του ταγάρ’ κι στου κοιλό τα ρίχνει..
Για βάλε του χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη
κι αν έχεις γρόσια δώστα μας φλουριά μην τα λυπάσαι.
Τραγούδι για την κυρά
Είπαμι τουν αφέντη μας τώρα και την κυρά μας.
Κυρά αργυρή, κυρά χρυσή, κυρά μαλαματένια,
κυρά μ’ όταν στουλίζισι στην ικκλησιά να πάνεις,
βάνεις τουν ήλιου πρόσουπου κι του φεγγάρ’ αστήθια
κι του γαλάζιου αυγερινό τουν βάνεις δαχτυλίδια
κι ως που να πάει κι ως που να’ ρθει, ο δρόμος λούδια γιόμσιν.
Τραγούδι για τη θυγατέρα
Κι την κυρά μας είπαμι, τώρα κι τ’ θυγατέρα.
Ιδώ σι τούτην την αυλή, τα μάρμαρα στρωμένη,
ιδώ ’χουν κόρη για παντρά, πάσχουν να την παντρέψουν.
Την τάζουν γιόν του βασιλιά, την τάζουν γιόν του ρήγα.
-Δε θέλω γιόν του βασιλιά, δε θέλω γιόν του ρήγα
μόν’ θέλω τ’ αιρχουντόιπουλου μι τις πουλλές παράδις
να κουσκινίζει τα φλουριά, να δερμουνίζ’ τα γρόσια
κι αυτά τα δερμουνίσματα να παίρν’τα Ρουγκατσιάρια
να τρων, να πιν, να χαίρουντι, να λεν’ κι στην υγειά σας.
για την υγειά σας βρε πιδιά κι την καλή χρουνιά σας.
Τραγούδι για τον Αγιο Βασίλη
Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει.
-Βασίλη μ’ πόθιν έρχισι κι πόθεν κατιβαίνεις;
-Απού τα ξένα έρχουμι και στα δικά μου πάω.*1
-Κι αν έρχισι απ’ την ξενιτιά, πες μας ένα τραγούδι.
–Ιγώ γράμματα μάθνησκα, γράμματα θα σας λέου.
Στην πατιρίτσα ακούμπισιν να πει την αλφαβήτα
κι η πατιρίτσα ήταν χλουρή κι απόλυκιν κλουνάρια,
κλουνάρια χρυσουκλώναρα, σαν του χρυσό του χρόνου
κι απάν’ στα χρυσουκλώναρα περδίκις κελαηδούσαν
Τραγούδι για τον παπά
Σήκω παπά μου κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
γιατί τα σήμαντρα χτυπούν και οι εκκλησιές διαβάζουν.
Σήκω και πες την παπαδιά τα σούρβα να μας δώσει
γιατί είμαστι βιαστικοί κι αλλού μας καρτιρούνι.
Τραγούδι γι’ όποιον δεν ανοίγει την πόρτα
Αφέντη μου η κάπα σου 9000 ψείρες,
άλλες γεννούν κι άλλες κλωσούν
κι άλλες αυγομαζώνουν
κι άλλες τουν Θο παρακαλούν να μην τις ζεματίσει