Εδώ και είκοσι περίπου μέρες επαναλειτουργίας του, το Σπήλαιο του Δράκου, στην Καστοριά, αποτελεί και πάλι πόλο έλξης αρκετών επισκεπτών, αναλόγως βέβαια και της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, εξαιτίας του κορωνοϊού.
Αρκετοί μεμονωμένοι τουρίστες έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους και αυτό το Σαββατοκύριακο, δείχνοντας μία τάση για μονοήμερες ή διήμερες αποδράσεις από τον κόσμο, λόγω μέτρων.
Ο οδικός τουρισμός όμως, που τελευταία γίνεται πολύς λόγος, αναμένεται να έχει αυξητική τάση το επόμενο διάστημα και η πανέμορφη Καστοριά, με τη μοναδική ομορφιά της και τα πολλά αξιοθέατα, θέλει να δείξει ότι είναι και μία ασφαλής περιοχή.
Όσο για το Σπήλαιο του Δράκου, οι εντυπωσιακές εικόνες που έχει να αντικρίσει ο επισκέπτης, όπως και η ίδια του η θέση, ακριβώς δίπλα στη μαγευτική λίμνη της Καστοριάς, το καθιστούν έναν εκπληκτικό προορισμό, σπάνιας ομορφιάς.
Ο Δήμος Καστοριάς, μ’ ένα αναπροσαρμοσμένο σχέδιο δράσεων και ενεργειών, στα νέα δεδομένα που προδιαγράφονται στον τομέα του Τουρισμού, αναδεικνύει και προβάλλει όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής.
Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.
Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών και οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχθεί η φυσική κατάσταση του Σπηλαίου.
Ώρες λειτουργίες: καθημερινά (εκτός Δευτέρας) 09:00-17:00