Του Κων/νου Τζέκη
Το περνάμε και αυτό. Όπως τόσα και τόσα γεγονότα που σημάδεψαν και θα σημαδέψουν την καθημερινότητα του Κόσμου. Περνάμε, από το ένα στο άλλο γεγονός, χωρίς καμία διακοπή ή έστω, ένα μικρό διάλειμμα.
Μια μόνο μικρή σπίθα, που άμυαλος ή βαλτός την άναψε – ποια είναι η διαφορά – κατάφερε, να καταστρέψει ζωές και όνειρα εκατοντάδων ή χιλιάδων ανθρώπων, να καταστήσει εκατομμύρια πρόσφυγες ξεσπιτωμένους και παιδιά ορφανά.
Ο δράστης, ίδιος ενσαρκωμένος Αττίλας, αιματοβάφει μια ολόκληρη χώρα και τώρα κορδωμένος, από υπερηφάνεια, απολαμβάνει τα κατορθώματά του.
Γεμάτα τα αυτοσχέδια κοιμητήρια – λάκκοι, με πεταμένα πτώματα ηρώων, χωρίς ούτε μια συγνώμη ή μια ευχή της θρησκείας τους – πόλεις φαντάσματα, χαλάσματα παντού και σβησμένα όνειρα. Θαμμένα στη στάχτη και στην καιόμενη σάρκα. Παιδιά που κλαίνε χωρίς γάλα, ασθενείς χωρίς φάρμακα, γέροντες χωρίς στήριγμα.
Θα ψάξουμε για τον εγκληματία, αλλά μάλλον αυτός είμαστε εμείς οι ίδιοι. Εμείς αναθρέψαμε αυτά τα σαθρά υποκείμενα και τα αναδείξαμε σε δυνάστες για να ξεδιψούν την δίψα τους με αίμα,
Άλλοτε ή και σήμερα ακόμα, θεωρούσαμε ή μπορεί και να θεωρούμε, τον πόλεμο μια ανάμνηση μιας καταστροφικής περιόδου της ανθρωπότητας, μιας κακής περιόδου άνομων και παράδοξων φιλοδοξιών, μιας περιόδου της αχόρταγης όρεξης για κυριαρχία και πλούτο κουρσεμένο.
Έτσι, ήταν αδιανόητη η σύρραξη αλλά μάλλον η χωρίς αιτία και αφορμή εισβολή μιας χώρας σε μια χώρα, που μέχρι χθες ήταν ένα ενιαίο κράτος, είχαν κοινά ενδιαφέροντα, κοινά όνειρα, ίδια θρησκεία, ίδια ράτσα. Πόλεμοι χωρίς οίκτο είναι αδελφοκτόνοι, θα γράψει ο ιστορικός του μέλλοντος.
Σήμερα, βλέποντας στις οθόνες το σήριαλ των πολεμικών συγκρούσεων, απολαμβάνουμε τη δυστυχία και την κακοριζικιά των αθώων θυμάτων, σαν να βλέπουμε ένα survivor σαν το άλλο, που διεξάγεται στην Καραϊβική. Πεινασμένοι, κουρασμένοι, νεκροί. Βλέπεις είναι θολή η τηλεόραση και δεν διακρίνουμε καλά την εικόνα.
Ψάχνουμε, να βρούμε τον δράστη. Φταίει το θύμα γιατί προκάλεσε τον δράστη, λένε οι μεν. Όχι, φταίει ο δράστης, που ακόνιζε τα δόντια του εδώ και καιρό και περίμενε το θύμα του στο ποτάμι, που θα πήγαινε, αμέριμνο, να ξεδιψάσει. Ο νεκρός, ο πρόσφυγας, ο άστεγος, το ορφανό δεν ενδιαφέρεται για το ποιόν θα δικαιώσει η ιστορία. Αρκεί που τώρα αυτή τη στιγμή τον τσαλακώνει ο μέχρι χθες σύντροφός του.
Εμείς κρεμάσαμε στο σαλόνι μας για ανάμνηση, τη φωτογραφία του δράστη για να μην τον ξεχάσουμε ποτέ. Όταν ξεμακρύναμε διαπιστώσαμε ότι ήταν η δική μας φωτογραφία και τρέξαμε εναγώνια να την καταστρέψουμε. Όμως ποια η διαφορά.
Ήμασταν και θα είμαστε εκείνα τα τερατώδη ανθρωποειδή, που καταστρέφουν την ίδια τους τη φωλιά.
Ύστερα θα κλαίμε για βοήθεια. Για ελεημοσύνη. Για έλεος.
Μήπως είναι καιρός να καταστραφούμε να έρθουν άλλοι απολίτιστοι στη θέση μας; Μπορεί και σίγουρα θα είναι καλύτεροι από εμάς. Πολύ καλύτεροι.