«…Ητο και ο πρώτος του τόπου φοβοβομβιστής της καθημερινότητας. Είχε το ενδιαίτημά του άνωθεν του θεσμικού γλυκοπωλείου Κρίνος από τον οποίο πέρασαν όλοι οι μικρομεσαίοι συμπολίτες που μετρούσαν τη ζωή τους με το κουταλάκι του γλυκού ή τας ωραίας πάστας που τιτλοτιμολογούσε με τον ωραίο γραφικό του χαρακτήρα ο συναρπαστικός ταξιδευτής όλου του κόσμου, μουσικός, γαλλομαθής, ντιλετάντης Αναστάσιος Χρυσοχόου (παρ’ όλα αυτά υπάλληλος της ταπεινής αγροφυλακής) για μία ή 2 πάστες τα μεταπολεμικά χρόνια της άγλυκης ζωής στην επαρχία. Είχε επίσης έναντί του το πολύφερνο ταξιδιάρικο καφέ Καβουροκαβοντόρο αν και σε αθαλάσσιον μέρος ζώμεν και εσμέν, στο οποίο εταξίδευαν σκυμμένοι στην κουπαστή της τύχης και της αναγκαιότητας οι κ.κ. χαρτοπαίκται. Φυσικά ο Καβουροκαβοντοχώρος δεν ήταν ναός ησυχίας και προσευχής αλλά διαπάλης πεδίον χαρτοπαικτικών συγκρούσεων και άγριων συμφερόντων. Στις αδιάτρητες σιγαροσυννεφιές χωμένοι – οι παίκται έλεγαν και μια κουβέντα παραπάνω συνήθως χριστοπαναγίες εκατέβαζον δυνατά έως άγρια. Ομως ο ήχος, η ηχώ κι ο αχός χυνόταν έξω από τα παράθυρα και τα φινιστρίνια αέρος και φωτός της γαλέρας κι ορμούσαν στην γειτονιά. Πρώτος παραλήπτης τους ο ΦριξΚα συγγενής εκ γειτνιάσεως και του διέλυε τους στοχασμούς και τους αναστοχασμούς του (αν και ο δεύτερος όρος δεν είχε εφευρεθή ακόμα αλλά ποιητική αδεία το χρησιμοποιούμε αναδρομικά) και λοιπά κ.λπ.
Αυτοί αφού δεν ακολούθησαν το αποστολικόν εν παραφράσει που ούτε στα κανονικά του εγνώριζαν την ρήση: «Ανθρωπον χαρτοπαικτικόν μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού», παρά τις ατελέσφορες διαμαρτυρίες του προς φωνασκούντας και ρεκάζοντας, πήρε τη μοίρα της ησυχίας του στα χέρια του.
Λοιπόν…
Εποίησεν αυτοσχέδιον βόμβα μολότωφ, ας την ονομάσουμε έτσι, κρότου και λάμψης κυρίως για ελάχιστες έως καθόλου τραυματικές συνέπειες χωρίς χημικές ουσίες (λίπασμα από το εργοστάσιο Αζώτου Πτολεμαϊδος που λειτουργούσε τότε), καρφιά, βενζίνη, ξυράφια άστορ, ότι αυτά τα υλικά ανήκαν στην μετέπειτα δολοφονική αριστερά) ένα κουβάρι, σαν μπάλα πάνινη τέτοια που παίζαμε μικροί στο χωριό, σχημάτισε, την άναψε και την πέταξε στο πεδίο αγώνα της χαρτοπραξίας. Έκανε όμως θόρυβο και συν τη φλόγα έφερε φοβισμόν μέγα στους παίκτας αφού «άγωστον γνώσιν έγνωσαν» και παράτηξαν στην τράπεζα χαρτιά και χρήματα, προς ωφέλειαν του Καβουροκαβοντόρου καπετάνιου που περισυνέλεξεν τα απολωλότα. Στα χωριά αι κυρίαι γυναίκαι των καθ’ έξιν χαρτοπαικτών συζύγων, περνούσαν μανιασμένες έξω από τα καφενεία και με μεγάλους λίθους με παρόμοιους ελιθοβόλούσαν την πόρνη και τον πρωτομάρτυρα Στέφανο οι Βιβλικοί, κρυμμένους στην ποδιά τους, ελιθοβολούσαν τα τζάμια και οι κ.κ. παίκται σχεδόν εκατουριούνταν από το φόβο κ.λπ.
Με τον καιρό φυσικά επανήλθαν στο τραπέζι αφού κράτησαν το πάθος τους ως σιγαλή φωτιά και φλόγα και σιγάθεν επέστρεψαν στο στίβο της τύχης τους όταν κρίνοντες ρεαλιστικά και ψύχραιμα πλέον το συμβάν θεώρησαν ακίνδυνον κατά τη θεωρία των παιγνίων, μια άτυχη στιγμή που και γέλιο ίσως φέρει στην διήγησίν του. Διότι στην τράπεζα του πάθους – χούι ονομάζουν στην τοπικήν λεξικοπλασία πρώτα η ψυχή βγαίνει και σε λίγο αργά αργά το χούι…»
Θραύσμα από το βιβλίο «Αρμόδιος χωρίς Αριστογείτονα Μέρες του 1974 στην Κοζάνη» που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από τις εκδόσεις «Παρέμβαση»
Β. Π. Καραγιάννης