Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Χρειάζονταν εργατικά χέρια για τις γεωργικές δουλειές, ιδίως αγόρια, και ένα τουλάχιστον κορίτσι για να τους κοιτάξει στα γεράματα. Υπήρχε, βέβαια, και η αντίληψη “Ό,τι δώσει ο Θεός είναι καλοδεχούμενο”.
Σήμερα, αντίθετα, τα αντρόγυνα κάνουν κατά μέσο όρο μόνον ένα παιδί. Σπανίζουν οι πολύτεκνοι, όπως, για παράδειγμα, εκείνος κάτω στο λιμάνι που παρακολουθούσε έναν ερασιτέχνη ψαρά να ψαρεύει με το καλάμι.
Ο ψαράς, λοιπόν, κάθε λίγο και λιγάκι έπιανε κάτι ωραία και μεγάλα ψάρια, αλλά μόλις τα έβγαζε έξω τα ξαγκίστρωνε με προσοχή και, μπλουμ, τα έριχνε πίσω στη θάλασσα.
– Τι κάνεις, ρε πατριώτης; του λέει κάποια στιγμή ο πολύτεκνος. Πώς πετάς στη θάλασσα τόσο ωραία και μεγάλα ψάρια;… Αν τα δώσεις σε μένα θα έχω να ταΐσω την οικογένεια μου για μια βδομάδα… Εφτά παιδιά έχω κι άλλοι δύο εμείς με τη γυναίκα μου, εννιά άτομα…
– Κοίταξε να δεις, φίλε, του απαντάει ο ψαράς. Εμένα δεν με ενδιαφέρουν και τόσο τα ψάρια, αλλά η όλη διαδικασία του ψαρέματος… δηλαδή αν το ψάρι θα φάει το δόλωμα, η αγωνία αν θα πιαστεί ή θα ξεφύγει, η κόντρα που κάνει όταν πιαστεί και το βγάζω έξω… Η διαδικασία έχει σημασία και όχι τα ψάρια.
Και δε μου λες; Εσύ πώς τα κατάφερες;… Εφτά παιδιά!… μ' αυτήν την κρίση!… Εδώ εμείς ένα παιδί έχουμε και δεν μπορούμε να το φέρουμε βόλτα…
Κι ο πολύτεκνος του απάντησε,
– Πρόσεξε να δεις, μη νομίζεις ότι κι εγώ ενδιαφερόμουν τόσο για τα παιδιά, αλλά για την όλη διαδικασία… δηλαδή, πώς γίνονται τα παιδιά… Καταλαβαίνεις τώρα τι θέλω να πω…