Παρά τις πολλές σημαντικές προκλήσεις, όπως οι διαχρονικές ρυθμιστικές αγκυλώσεις, η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και το κόστος του χρήματος, φαίνεται ότι τίθενται οι βάσεις για το μετασχηματισμό του ελληνικού επιχειρείν σε ένα πρότυπο πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με ισχυρότερη παρουσία τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Κατασκευές
Ο κατασκευαστικός κλάδος καλείται να υλοποιήσει το μεγαλύτερο πρόγραμμα υποδομών στη σύγχρονη εποχή, ύστερα από μια δεκαετία κρίσης και περιορισμού των επενδύσεων.
Υπολογίζεται πως στα υφιστάμενα έργα θα προστεθούν άλλα επιπλέον 40 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας, κάτι που σημαίνει ότι οι κατασκευαστικές θα έχουν δουλειά για τα επόμενα 10 με 15 χρόνια.
Ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές αυξήθηκε κατά 23% το 2022 και κατά 6% το 2021, αντιστρέφοντας τις απώλειες της περιόδου 2017-2020. Μάλιστα οι αυξήσεις της τελευταίας διετίας κάλυψαν το 77% των απωλειών που προηγήθηκαν από το 2017 έως και το 2020.
Τουρισμός
Ο τουρισμός, ο οποίος αποτελεί βαρόμετρο για την ελληνική οικονομία και η πορεία του οποίου χαρακτηριζόταν από αβεβαιότητα στις αρχές του έτους εξαιτίας των δυσμενών επιπτώσεων των συνεχιζόμενων πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, καταγράφει ισχυρές επιδόσεις.
Το διάστημα Ιανουαρίου Αυγούστου φέτος, το σύνολο των διακινούμενων επιβατών στα αεροδρόμια (αφίξεις και αναχωρήσεις επιβατών εξωτερικού και εσωτερικού) έφτασε στα 50,152 εκατομμύρια έναντι 43,788 εκατομμυρίων το αντίστοιχο διάστημα του 2022 και 44,895 εκατομμυρίων το 2019. Από τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία, προκύπτει αύξηση επιβατικής κίνησης +14,5% συγκριτικά με το 2022 και +11,7% σε σύγκριση με το 2019.
Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2023 εμφάνισαν αύξηση κατά 20,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 και διαμορφώθηκαν στα 10.321 εκατ. ευρώ.
Βιομηχανία
Η βιομηχανία, παρά την επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος την προηγούμενη δεκαετία, κατάφερε να ανακάμψει και να ενισχύσει το αποτύπωμά της στο ΑΕΠ της χώρας, γεγονός που αποδεικνύει την ανθεκτικότητά της. Ο βιομηχανικός κλάδος το 2022 αποτέλεσε το 14,4% του ΑΕΠ, έναντι 13,2% το 2010. Αντίστοιχα, η μεταποίηση το 2022 δημιούργησε το 10,3% του ΑΕΠ, από 8,9% το 2010 (σε σταθερές τιμές 2015).
Πάντως, παραμένει πρόκληση η μεγέθυνση του εγχώριου κλάδου, καθώς τα παραπάνω ποσοστά, συγκρινόμενα με αντίστοιχα δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, μας τοποθετούν στην 20η θέση της ΕΕ.
Την ίδια ώρα, η βιομηχανία καταβάλει το 14,1% των μισθών και το 12,1% των εργοδοτικών εισφορών της οικονομίας, ενώ παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα καλύπτοντας το 90% των εξαγωγών αγαθών.
Η συνεισφορά των βιομηχανικών εξαγωγών στο ΑΕΠ τριπλασιάστηκε το 2022 σε σχέση με το 2010 (23,6% έναντι 8%), ενώ διπλασιάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη.
Με 22 δισ. ευρώ επενδύσεις από το 2010 σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και 38 δισ. ευρώ ύψος συνολικών επενδύσεων, ηγείται της προσπάθειας για πράσινη μετάβαση και κλιματική ουδετερότητα.
Εμπόριο
Αθροιστικά η συνεισφορά του ελληνικού εμπορίου φθάνει στο 12,3% στο ΑΕΠ της χώρας μας. Μόνο στον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου δραστηριοποιούνται συνολικά 225.000 επιχειρήσεις.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023 ο συνολικός τζίρος των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε, σε 208,08 δισ. ευρώ, έναντι 202,67 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2022, καταγράφοντας αύξηση 2,66% και έναντι 149,88 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Σύμφωνα με το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ στο κλάδο του εμπορίου καταγράφονται περισσότερες από 724.000 ποιοτικές θέσεις εργασίας, ή το 17,4% των απασχολουμένων εργάζονται στο εμπόριο. Για το λόγο αυτό, ο κλάδος χαρακτηρίζεται διαχρονικά ως ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας.
Υψηλή ανάπτυξη το 2024
Κοιτάζοντας ακόμα πιο μπροστά, οι μηχανές ανάπτυξης το 2024 αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλές ταχύτητες, κυρίως για κατασκευές και κλάδους τεχνολογίας (με καύσιμο τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης), ενώ η σταδιακή ομαλοποίηση των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται να επαναφέρει τον λοιπό τομέα στη μεσοπρόθεσμη τάση του.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι πωλήσεις το 2024 εκτιμάται ότι θα πετύχουν ρυθμό ανόδου άνω του 4% σε αποπληθωρισμένους όρους, επισημαίνεται στην πρόσφατη μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας,
Σκιαγραφώντας το περιβάλλον στο οποίο αναμένεται να δραστηριοποιηθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις στο επόμενο διάστημα, διαπιστώνεται η διατήρηση του θετικού ισοζυγίου στις προσδοκίες της μελλοντικής ζήτησης και απασχόλησης στους κλάδους (συγκριτικά με το μακροπρόθεσμο μέσο όρο τους), και παράλληλα την κάμψη των προσδοκιών τις τιμές. Ειδικότερα:
▪ Οι υπηρεσίες παραμένουν ο κλάδος με τις περισσότερο αισιόδοξες προσδοκίες για την πορεία της ζήτησης – σε αυτό συνέβαλαν και οι καλές τουριστικές επιδόσεις – ενισχύοντας παράλληλα τις προοπτικές απασχόλησης στον κλάδο.
▪ Στο λιανικό εμπόριο διαπιστώνεται σημαντική ενίσχυση προσδοκιών μελλοντικής ζήτησης και απασχόλησης, η οποία είναι συμβατή με τις εκτιμήσεις αποκλιμάκωσης τιμών.
▪ Στις κατασκευές παρατηρείται βελτίωση στις προοπτικές μελλοντικής ζήτησης, που αναμένεται να τροφοδοτήσει και την απασχόληση στον κλάδο που αναμένεται να επωφεληθεί από
[α] την υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το RRF, και
[β] τη ζωηρή ζήτηση για κατοικίες και επαγγελματικά ακίνητα.
▪ Η βιομηχανία διατηρεί θετικές προσδοκίες για την πορεία της ζήτησης και της απασχόλησης, και παράλληλα δέχεται την άμεση επίδραση των πτωτικών διεθνών τιμών σε βασικές πρώτες ύλες..
Η παραπάνω θετική εικόνα επιβεβαιώνεται από την πλευρά των καταναλωτών, αφού η συνεχιζόμενη υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων συμβάλει στη σταδιακή ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης την αυξημένη διάθεση για αγορά αυτοκινήτου, ενώ και η αγορά κατοικίας παρουσιάζει επιδόσεις κοντά στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο παρά την ανοδική πορεία των επιτοκίων.
Ας σημειωθεί ότι το ΔΝΤ προβλέπει για το 2023 ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ στο 2,5% ενώ για το 2024 το ποσοστό διαμορφώνεται στο 2%, με την Ελλάδα να υπεραποδίδει και στις δύο περιπτώσεις έναντι της Ευρωζώνης, για την οποία προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 0,7% και 1,2%, αντίστοιχα, αλλά και της ΕΕ με 1,2% και 1 ,5%. Επιπλέον αξίζει να επισημανθεί, πως η φετινή πρόβλεψη ανάπτυξης για την Ελλάδα, είναι η τρίτη καλύτερη από τις χώρες της ΕΕ, καθώς υπολείπεται μόνο της Μάλτας (3,8%) και Κροατίας (2,7%).