«H καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών θα πρέπει να λάβουν προτεραιότητα», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του με θέμα: «Δημοσιονομικές εξελίξεις – Καταπολέμηση Φοροδιαφυγής» στο 19ο Tax Forum, στο ξενοδοχείο Atheneum Intercontinental.
Όπως σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, «η συνεπαγόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, διευκολύνοντας μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος με ταυτόχρονη προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης».
Υπενθύμισε δε πως σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα εκτιμάται στο 20,9% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ (17,8%) και παρά το γεγονός ότι η χώρα κατέγραψε την τρίτη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών την τελευταία 20ετία.
Ο διοικητής της ΤτΕ παρουσίασε και μια σειρά προτάσεων πολιτικής που στόχο έχουν την αντιμετώπιση του προβλήματος ώστε να διασφαλιστεί η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων
Έξι προτάσεις
- 1) Περαιτέρω διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με την επέκταση της χρήσης των φορητών μηχανών διενέργειας συναλλαγών (POS) σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες.
- 2) Παροχή κινήτρων για πληρωμές μέσω χρεωστικών καρτών, αλλά και μέσω τραπεζών
- 3) Παροχή κινήτρων με τη μορφή φοροαπαλλαγών για την αποκάλυψη συναλλαγών σε κλάδους υψηλής φοροδιαφυγής,
- 4) Συνέχιση της αναβάθμισης των ηλεκτρονικών εργαλείων της ΑΑΔΕ που διευρύνει τις δυνατότητες διαχείρισης και αξιοποίησης των πληροφοριών που συλλέγονται μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
- 5) Η σταθερότητα και περαιτέρω απλοποίηση του φορολογικού συστήματος θα διευκολύνει τη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
- 6) Τέλος, η εντατικοποίηση των προσπαθειών για τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης και την καλλιέργεια φορολογικής παιδείας.
Η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε βιώσει μια άνευ προηγουμένου σειρά από εξωγενείς διαταραχές, κυρίως από την πλευρά της προσφοράς. Αντιμετωπίσαμε μια πανδημία, με συνέπεια το μερικό κλείσιμο της παγκόσμιας οικονομίας. Αντιμετωπίζουμε έναν πόλεμο στην Ευρώπη και μια ευρύτερη γεωπολιτική αστάθεια, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις κλιμακούμενες αναταράξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, που οδηγεί σε συνεχώς αυξανόμενη αβεβαιότητα και σε βαθιές αλλαγές στις ενεργειακές αγορές και τα εμπορικά πρότυπα. Παράλληλα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εντείνονται, αναγκάζοντας τις οικονομίες να θέσουν σε άμεση προτεραιότητα τόσο την εξεύρεση πόρων για την αποκατάσταση του συνεπαγόμενου κόστους, όσο και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.
Όλες αυτές οι διαταραχές έχουν σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Με άλλα λόγια εισερχόμαστε σε μια εποχή αλλαγών στις καθιερωμένες οικονομικές σχέσεις και ανατροπών στις ισορροπίες της πρόσφατης κανονικότητας.
Ένας άμεσος ορατός αντίκτυπος αυτών των αλλαγών ήταν η επιστροφή του υψηλού πληθωρισμού παγκοσμίως. Οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν με αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ενώ σημειώνεται σημαντική πρόοδος, η μάχη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού δεν έχει ακόμα κερδηθεί.
Παράλληλα, για όσο διάστημα διαρκεί η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής με στόχο τη σταθεροποίηση των τιμών, η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι περιοριστική, ώστε να μη δημιουργείται πλεονάζουσα ζήτηση που θα μπορούσε να ανατροφοδοτήσει τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις. Σημειώνεται άλλωστε ότι ο στόχος των νέων δημοσιονομικών κανόνων που προβλέπεται να ενεργοποιηθούν το 2024 είναι η αλλαγή του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού, με περιορισμούς ως προς τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων. Η μείωση του δημόσιου χρέους και ο μετριασμός των κινδύνων βιωσιμότητάς του μεσο- μακροπρόθεσμα θα γίνεται μέσω του ελέγχου του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών. Κατ' επέκταση, τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται είτε για τη δημιουργία αποθεματικού είτε για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων.
Σε αυτές τις συνθήκες αβεβαιότητας, η διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής αποτελεί σημαντική πρόκληση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η αξιοπιστία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής με μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό και η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για την εξεύρεση επιπλέον πόρων χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα αποκτούν καθοριστική σημασία.
Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής
Υπό αυτό το πρίσμα, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών θα πρέπει να λάβουν προτεραιότητα. Η συνεπαγόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, διευκολύνοντας μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος με ταυτόχρονη προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, θα επιτρέψει τη χρηματοδότηση πιθανών έκτακτων μέτρων στήριξης της οικονομίας σε περίπτωση μακροοικονομικών διαταραχών, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι ένα από τα σημαντικότερα που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες διεθνώς. Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το ακριβές μέγεθος της φοροδιαφυγής, πλήθος μελετών καταδεικνύει ότι το πρόβλημα είναι πολύ οξύτερο σε σχέση με άλλες χώρες . Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα εκτιμάται στο 20,9% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ (17,8%) και παρά το γεγονός ότι η χώρα κατέγραψε την τρίτη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών την τελευταία 20ετία.
Το εύρος της φορολογικής βάσης συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και εγείρει, παράλληλα, θέματα φορολογικής δικαιοσύνης. Η φορολογική βάση στη φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη, επικεντρωμένη εκ του αποτελέσματος στη μισθωτή εργασία, με συνέπεια η επιβάρυνση των υψηλών συντελεστών φορολογίας και εισφορών να είναι ασύμμετρα μεγάλη για μικρό μέρος του πληθυσμού. Η στενότητα της φορολογικής βάσης στην Ελλάδα και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή ουσιαστικά παραβιάζουν την αρχή της οριζόντιας ισότητας – δηλαδή, άτομα με την ίδια φοροδοτική ικανότητα δε χαίρουν της ίδιας φορολογικής αντιμετώπισης λόγω εκτεταμένης φοροδιαφυγής.
Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της ΑΑΔΕ και της ΕΛΣΤΑΤ είναι ενδεικτικά για το μέγεθος του προβλήματος. Για παράδειγμα:
– Το συνολικό δηλωθέν εισόδημα φυσικών προσώπων στην ΑΑΔΕ το 2021 ήταν περίπου €84 δισεκ. (εκ των οποίων €66 δισεκ. ή 79% από μισθωτές υπηρεσίες και ναυτικό εισόδημα). Την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ ήταν υψηλότερη κατά περίπου €40 δισεκ .
– Περίπου 70% των φορολογούμενων που δηλώνουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατατάσσονται σε κλιμάκιο εισοδήματος κάτω των €10.000, με το συνολικό φορολογητέο εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα να ανέρχεται σε €4,3 δισεκ.
– Συνολικά, το μέσο δηλωθέν εισόδημα στην ΑΑΔΕ (από μισθούς, κέρδη, διάφορες αποδοχές) είναι χαμηλότερο κατά περίπου 25% από τις δαπάνες που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά το 2021 σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. του ίδιου έτους, ενώ παράλληλα οι καταθέσεις των νοικοκυριών (αποταμιεύσεις) αυξήθηκαν κατά 7% σε σχέση με το 2020 .
– 57% των νοικοκυριών δηλώνουν στην εφορία ετήσια εισοδήματα χαμηλότερα των €10.000.
– 37% των φυσικών προσώπων εμφανίζει εισοδήματα στα όρια της φτώχειας (έως €5.000) .
Επομένως, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι κατηγορίες που είναι σχετικά πιο επιρρεπείς στη φοροδιαφυγή είναι κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, κάτι που λίγο-πολύ ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου. Σχεδόν παντού, αυτές οι κατηγορίες φορολογουμένων κατά κανόνα δηλώνουν στις Αρχές μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ' ότι οι μισθωτοί ή οι μεγάλες επιχειρήσεις, επειδή η πιθανότητα εντοπισμού τους είναι συγκριτικά χαμηλή. Αυτό το φαινόμενο έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στα φορολογικά έσοδα και ιδιαιτέρως στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων σε σύγκριση με τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.
Φοροδιαφυγή παρατηρείται επίσης και στην έμμεση φορολογία. Ειδικότερα, για το 2020, η Ελλάδα εμφανίζει την τέταρτη υψηλότερη υστέρηση εσόδων από ΦΠΑ ή κενό ΦΠΑ (VAT gap) στην ΕΕ, ίση με το 19,7% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ (ή €3 δισεκ.) . Στην Ελλάδα, πέραν των στρεβλώσεων του συστήματος, σημαντικό παράγοντα για τις απώλειες των εσόδων ΦΠΑ αποτελούν οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ που συχνά λειτουργούν ως κίνητρο φοροδιαφυγής και η αδυναμία πληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σχετικός δείκτης έχει σημειώσει σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2017 , ως αποτέλεσμα κυρίως της διάδοσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης.
Παράλληλα, πολίτες με πολύ υψηλά εισοδήματα έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά εργαλείων φοροαποφυγής, όπως την ίδρυση offshore εταιρειών. Στην Ελλάδα, τα συχνότερα εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί γι' αυτό το σκοπό είναι η μεταβίβαση ακινήτων σε εξωχώριες εταιρείες παράλληλα και με την αλλαγή φορολογικής κατοικίας. Τα νομικά πρόσωπα φοροδιαφεύγουν με ποικίλες μεθόδους, η πιο συνήθης από τις οποίες είναι η έκδοση ή λήψη εικονικών τιμολογίων, μια πρακτική διαδεδομένη κυρίως σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που στοχεύει ταυτόχρονα στη μείωση του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ, και την εμφάνιση εικονικών ζημιών. Οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους κατά κανόνα δεν μπορούν να καταφεύγουν σε τέτοιες λύσεις – ως εκ τούτου εμφανίζονται να πληρώνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.