Με αυτή τη φράση ο νεαρός μελισσοκόμος και πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Χίτογλου, συμπυκνώνει την κατάσταση που επικρατεί στους παραγωγούς του πιο εμβληματικού «super food» του ελληνικού πρωτογενούς τομέα.
Η κλιματική αλλαγή και οι αλλοπρόσαλλες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν την άνοιξη και το καλοκαίρι, έφεραν απότομη μείωση της παραγωγής ελληνικού μελιού.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι πυρκαγιές στον Έβρο, αλλά και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία επιδείνωσαν την κατάσταση, που σε συνδυασμό με τα υψηλά κόστη παραγωγής, όπως ισχύει πλέον σε κάθε αγροτικό προϊόν, κάνει το μέλλον ακόμα πιο δυσοίωνο.
Και εάν στο τοπίο του ελαιολάδου η ραγδαία αύξηση τιμών μπορεί να κρατήσει τους παραγωγούς, ώστε να ισοσταθμίσουν τη ζημιά της ακαρπίας, δεν ισχύει το ίδιο και για το μέλι.
Οι τιμές παραμένουν χαμηλές, στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, αν και η παραγωγή μειώθηκε στο 50%. Η μελισσοκομία, μια ενασχόληση που στα πρώτα χρόνια της κρίσης έφερε στην ύπαιθρο πολλούς νέους ως ένας πολλά υποσχόμενος κλάδος, πλέον εξελίσσεται σε ένα ιδιαίτερα ζημιογόνο σπορ. Η απουσία στήριξης από την πολιτεία, θα φέρει σύμφωνα με ανθρώπους της μελισσοκομίας μαζική έξοδο σε άλλους τόπους της πρωτογενούς παραγωγής.
«Ήδη σε ομάδες μελισσοκόμων στο facebook έχουν αναρτηθεί φωτογραφίες με εξοπλισμό προς πώληση. Εφόσον δεν υπάρχουν κέρδη αρκετοί είναι αυτοί που αφήνουν το μέλι για άλλες καλλιέργειες, ενδεχομένως κάποια χωράφια που έχουν», αναφέρει ο κ. Χίτογλου στη Voria.gr.
Καμία ανάπτυξη στα μελίσσια
Σύμφωνα με τη Eurostat, η ελληνική παραγωγή μελιού αποτελεί το 1% της παγκόσμιας και το 7,4% της ευρωπαϊκής (τέταρτη θέση) με 16.000 τόνους.
Οι ραγδαίες κλιματικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν μέσα στην περασμένη χρονιά όμως, έφεραν σοβαρές επιπτώσεις στη συγκομιδή του μελιού, με την παραγωγή να πέφτει απότομα στο 50%.
«Οι πολλές βροχοπτώσεις της άνοιξης και η αδιανόητη ξηρασία του καλοκαιριού που τράβηξε μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου δεν επέτρεψε στα μελίσσια να αναπτυχθούν. Χωρίς την ανάπτυξη της μέλισσας, που εκτός από φύση εργάτρια, είναι και δική μας εργάτρια δεν μπορούμε να έχουμε μέλι», αναφέρει στη Voria.gr ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Λαγκαδά, Θωμάς Τρουλλίδης.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι πως στα ανθόμελα η συγκομιδή ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, ενώ τα πιο εξειδικευμένα μέλια, καστανιάς και βελανιδιάς, δεν έδωσαν παρά ελάχιστες ποσότητες.
Μοναδική ελπίδα ήταν το πευκόμελο, που καταλαμβάνει σχεδόν τα 2/3 της ελληνικής παραγωγής μελιού.
«Όσοι κατάφεραν και κράτησαν υγιή μελίσσια με αξιοπρεπείς πληθυσμούς, μπόρεσαν να πάρουν μέλι από το πεύκο.
Ωστόσο είχαμε το παράδοξο να παρατηρείται καλή μελιτοφορία του πεύκου, αλλά να μην υπάρχουν μέλισσες. Και χωρίς μέλισσες δεν μπορεί να υπάρξει μέλι», εξηγεί στη Voria.gr ο Σάββας Γρηγοριάδης, μελισσοκόμος από την Καβάλα και δημιουργός της διεθνώς βραβευμένης σειράς προϊόντων μελισσοκομίας beezfarm.
Όπως λέει μάλιστα, είδη υψηλής ποιότητας όπως το μέλι σουσούρας ή το ρεϊκόμελο δεν είχαν παραγωγή, προκαλώντας τριγμούς σε πιο exclusive σειρές μελισσοκομικών προϊόντων.
Κολλημένες οι τιμές και ελληνοποιήσεις
Στην Ελλάδα που η κατά κεφαλή κατανάλωση μελιού φτάνει τα 1,8 κιλά ετησίως, μια μείωση της παραγωγής στο μισό, αλλά και η απώλεια άνω των 100.000 μελισσιών λόγω πυρκαγιών και πλημμυρών (Έβρος, Θεσσαλία), θα ισοδυναμούσε με αύξηση των τιμών.
Κι όμως οι μελισσοκόμοι βλέπουν στην καλύτερη περίπτωση την τιμή παραγωγού να φτάνει τα 4,20 ευρώ το κιλό, με την τιμή καταναλωτή να αγγίζει τα 8 με 10 ευρώ.
Τι συμβαίνει και οι τιμές το μέλι παραμένουν σταθερές; Το μεγαλύτερο αγκάθι είναι σύμφωνα με τους καλά γνωρίζοντες την αγορά οι αθρόες ελληνοποιήσεις μελιού.
Εισαγόμενα και πολλές φορές αμφιβόλου ποιότητας μέλια υφίστανται πρόσμιξη με ελληνικό μέλι και το αποτέλεσμα παρουσιάζεται ως εγχώριο προϊόν.
Επιπλέον, οι μεγάλοι παίχτες στο μέλι εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα είδος που δεν υφίσταται αλλοίωση στον χρόνο όπως όλες οι παραγωγές του πρωτογενούς τομέα διατηρούν υψηλά αποθέματα.
Αυτό οδηγεί σε μια αξιόλογη διατήρηση «στοκ» στο μέλι που ευνοεί τις χαμηλές πτήσεις στο προϊόν.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει την ώρα που το υψηλό κόστος παραγωγής μεταφράζεται στην τελική παραγωγή σε όλα τα είδη αγροδιατροφής, πολλώ δε μάλλον στα μεταποιημένα είδη.
«Εμείς τα μελίσσια ουσιαστικά τα ταΐζουμε πετρέλαιο», λέει ο κ. Χίτογλου αναφερόμενος στα χιλιόμετρα που οφείλει να κάνει μέσα σε μια σεζόν ο μέσος μελισσοκόμος μεταφέροντας τα μελίσσια στους τόπους μελιτοφορίας.
Την ώρα που τα καύσιμα έχουν πάρει την ανιούσα, αλλά οι τιμές του προϊόντος παραμένουν ίδιες, το μέλλον φαίνεται ζοφερό.
«Δεν μπορεί να βγει λογιστικά. Εάν για δύο τόνους μέλι που δίνουμε ο τζίρος είναι 10.000 ευρώ, με τη φορολογία και τα άλλα κόστη τα καθαρά έσοδα πέφτουν κάτω από το μισό. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να επιβιώσει κάποιος έτσι», λέει ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.