Η Φωτεινή Βελεσιώτου είναι η σύγχρονη γυναικεία φωνή της ρεμπέτικης μουσικής. Σε μαγαζιά, πλατείες και πανεπιστημιακά campus, η φωνή της μας ταξιδεύει στον κόσμο των ρεμπετών, σε τραγούδια βγαλμένα από τη ζωή και τα βάσανα του λαού. Με αφορμή την συναυλία της, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην Αιανή Κοζάνης, την Παρασκευή 25 Αυγούστου, η Φωτεινή Βελεσιώτου μίλησε στο www.paremvasiculture.gr για τη μουσική της, τα συναισθήματα που της προσφέρει και το περιβάλλον στο οποίο τη βλέπει να ανθίζει.
- Κυρία Βελεσιώτου, από όλα τα είδη μουσικής, γιατί επιλέξατε το ρεμπέτικο; Τι σας έφερε κοντά σε αυτό;
Σπουδαία ερώτηση αυτή! Είναι τραγούδια βγαλμένα μέσα απ’ τη ζωή. Το ότι αγαπώ τα ρεμπέτικα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι αγαπώ και τον τρόπο ζωής του κάθε ρεμπέτη. Ωστόσο, μέσα από τα τραγούδια τους έβγαζαν φοβερά συναισθήματα, με τόσο απλή γραφή. Μπορεί, ας πούμε, ο Βαμβακάρης με ένα στίχο να περικλείει και να περιγράφει όλη τη ζωή του. Τα πρώτα ακούσματά μου ήταν λίγο πριν κλείσω τα 18 και αυτό το στοιχείο ήταν που με έφερε πιο κοντά τους, με τράβηξε τόσο έντονα. Μέχρι τότε δεν ήξερα απολύτως τίποτα.
Ο Χατζιδάκις έβαλε το ρεμπέτικο στα σαλόνια, γιατί μέχρι τότε ακουγόταν στα υπόγεια, στα καπηλειά και γενικότερα σε χώρους που ήταν μη αρεστοί στην υψηλή κοινωνία. Ο σπουδαίος αυτός Χατζιδάκις, λοιπόν, έκανε το ρεμπέτικο να ακουστεί και παραπέρα, από ανθρώπους με οικονομική άνεση, σπουδές κλπ.
- Εσείς γνωρίσατε το ρεμπέτικο από τον Χατζιδάκι πρώτα, ή από τους αληθινούς ρεμπέτες;
Εγώ το γνώρισα από τους αληθινούς ρεμπέτες κι έπειτα, ακούγοντας και διαβάζοντας έμαθα ότι ο Χατζιδάκις έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια.
- Περάσατε μία μεταβατική διαδικασία όπου από τον εσωτερικό χώρο της τάξης, στον οποίο εργαστήκατε για πολλά χρόνια ως εκπαιδευτικός, βγήκατε στον εξωτερικό χώρο των συναυλιών. Πώς ζήσατε αυτή τη μετάβαση;
Ήμουν δασκάλα για 24 χρόνια. Υπάρχει μεγάλη συνάφεια μεταξύ του προηγούμενου επαγγέλματός μου και του τωρινού. Στο σχολείο, στους μαθητές του δημοτικού, όταν προσπαθείς να μεταδόσεις κάτι, τα παιδιά θα το προσλάβουν ανάλογα με τον τρόπο που εσύ θα προσπαθήσεις να το μεταφέρεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το τραγούδι, είτε αυτό διαδραματίζεται σε εσωτερικό είτε σε εξωτερικό χώρο. Οι ακροατές μπαίνουν στη διαδικασία της μάθησης, ειδικά όταν προλογίζεις τα τραγούδια, αναφέρεις τον συνθέτη τους, τον στιχουργό. Είναι μια πολύ όμορφη διαδικασία. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να μεταφέρει αυτό που έχει ήδη εισπράξει ακούγοντας πρώτος το τραγούδι, για να το πει ύστερα στους ακροατές του. Θεωρώ, λοιπόν, αυτή τη διαδικασία του τραγουδιού ως παρόμοια με εκείνη της διδασκαλίας.
- Ποια συναυλιακή συνθήκη είναι η αγαπημένη σας;
Κάθε χώρος έχει το δικό του στίγμα. Υπάρχουν μαγαζιά όπου έρχονται άνθρωποι που πραγματικά θέλουν να ακούσουν. Μου έχει όμως συμβεί και το να τραγουδώ σε ένα μαγαζί και να μην ακούει κανένας. Έχει να κάνει κυρίως με το πώς έρχεται το κοινό και την προσμονή που έχει για να ακούσει αυτό που του λέω. Είμαι πολύ τυχερή, όμως, γιατί έχω ζήσει πολύ όμορφα πράγματα, και σε μικρούς και σε μεγάλους χώρους. Έχω νιώσει μεγάλη αγκαλιά.
- Γνωστή ήσασταν χρόνια πριν, στους κύκλους των ανθρώπων που πηγαίνουν σε ρεμπέτικα γλέντια. Ωστόσο, η φωνή σας μπήκε σε κάθε σπίτι, όταν επιλέχθηκε το τραγούδι σας, «οι Μέλισσες», να ντύσει μουσικά την εισαγωγή της τηλεοπτικής σειράς Άγριες Μέλισσες. Περιμένατε ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς είναι το συναίσθημα να ξέρεις πως η φωνή σου μπαίνει κάθε μέρα συγκεκριμένη ώρα στα σπίτια τόσων ανθρώπων;
Να πούμε για αρχή ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε το 2007 και όχι τώρα για τη σειρά. Ο κόσμος ήδη το είχε αγκαλιάσει, όμως τώρα μπήκε πράγματι σε όλα τα σπίτια. Αυτό με γεμίζει μόνο με θετικά συναισθήματα.
Εγώ ακόμη δεν είδα τη σειρά, αλλά θα πρέπει να είναι πολύ καλή. Θα τη δω κάποια στιγμή. Δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να βλέπω κάθε μέρα τηλεόραση. Γενικά δεν βλέπω τηλεόραση ποτέ. Κάποια στιγμή μέσω ίντερνετ, θα τη δω.
- Η νέα γενιά μουσικής φέρει ένα τελείως διαφορετικό άκουσμα, μακριά από το ρεμπέτικο, τη ροκ, ακόμη και την ποπ μουσική. Τι συμβαίνει με το νεανικό κοινό σήμερα;
Τα παιδιά του Γυμνασίου και Λυκείου τώρα δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα του τότε. Σήμερα τα παιδιά ακούν τραπ. Υπάρχουν, βέβαια, και τα παιδιά εκείνα που κρατούν ό,τι έχουν πάρει από τους φωτισμένους γονείς. Αυτά τα παιδιά είναι σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα, δέχονται bulling για αυτό που πρεσβεύουν. Αυτά τα παιδιά πλέον, όμως, είναι λίγα.
- Στους φοιτητικούς κύκλους, ωστόσο, βλέπουμε πως το ρεμπέτικο αναβιώνει, μέσα από τα γλέντια που διοργανώνουν οι φοιτητές στα Πανεπιστήμια.
Έτσι, το ρεμπέτικο στα Πανεπιστήμια ανθεί. Υπάρχει και πάλι μια μεταπήδηση του τραγουδιού που είναι ανώνυμο σε σοβαρό άκουσμα. Το δικό μου πρώτο λάιβ ήταν σε μια συναυλία στη Θεσσαλονίκη, στο Φυσικομαθηματικό και το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα ήταν ο «Καϊκτσής», του Απόστολου Χατζηχρήστου. Μετά από ένα μεγάλο διάστημα, το ’83, ξεκίνησα να τραγουδάω κανονικά σε μαγαζί. Αυτό συνέβη χωρίς να το επιδιώξω, ήταν κάτι που ήρθε πολύ απλά. Εγώ είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω ως δασκάλα και δεν είχα βλέψεις να γίνω τραγουδίστρια. Γρατζουνούσα μια κιθάρα, έκανα ένα πάρτι στο σπίτι, και κάποιοι φίλοι φίλων μου πρότειναν να το δοκιμάσω. Στην αρχή έτρεμα και μόνο στη σκέψη ότι θα τραγουδήσω, όμως συνέβη.
- Ανήκετε σε έναν από τους καλλιτεχνικούς κλάδους, αυτόν των μουσικών, κλάδος που δεν αναγνωρίζεται ως επαγγελματικά ισάξιος με άλλους. Αυτό φάνηκε ακόμη πιο έντονα στην καραντίνα, όταν οι μουσικοί βρέθηκαν χωρίς δουλειά, αλλά και χωρίς επιδόματα. Πώς βλέπετε αυτή την κατάσταση; Θεωρείτε ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσής της;
Στην καραντίνα κάποιοι μουσικοί άρχισαν να τρων από συσσίτια. Ο Σύλλογος Μουσικών Βορείου Ελλάδος διοργάνωνε συσσίτια όπου πήγαιναν συνάδελφοι μουσικοί και έπαιρναν το φαγητό τους. Αν ο πολιτισμός δεν προσεχθεί από την Πολιτεία πώς θα επιβιώσει μόνος του; Είμαστε η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Αλλά, ούτε την Υγεία δεν προσέχει η Πολιτεία, όχι τον Πολιτισμό. Μάλλον δεν τους αφορά. Επίσης όμως φοβούνται. Φοβούνται γιατί οι καλλιτέχνες είναι ανοιχτά μυαλά και δεν μπορούν να τους ελέγξουν. Ξεφεύγουν εύκολα από το μαντρί.
Οι άνθρωποι ενώνονται μπροστά στον ορατό κίνδυνο. Πολύ εύκολα από περιζήτητος μπορεί να πας στα αζήτητα. Οι πιο πολλοί καλλιτέχνες έχουν μπει στα σωματεία και διεκδικούν καλύτερους όρους εργασίας, καλύτερα μεροκάματα. Διεκδικούν επίσης ένσημα, κάτι που παλιότερα έμπαινε τελείως στην άκρη, προκειμένου να μη χαθεί το μεροκάματο. Οι καταστηματάρχες αρνούνταν να κολλήσουν ένσημα και δουλεύαμε μαύρα. Σίγουρα τα πράγματα, λοιπόν, μπορούν να γίνουν καλύτερα, αλλά πρέπει η Πολιτεία να φροντίσει τους καλλιτέχνες. Εγώ έχω και τη σύνταξή μου ως δασκάλα, οι περισσότεροι όμως έμαθαν να κάνουν μόνο αυτό, γιατί μόνο αυτό ήταν πάντα το επάγγελμά τους, να παίζουν μουσική ή να τραγουδάνε.
Συνέντευξη: Άννα Μαμάτσιου
www.paremvasiculture.gr