Είναι μία από τις πιο καταξιωμένες και δημοφιλείς σύγχρονες Ελληνίδες ηθοποιούς. Έχει αφήσει τα ανεξίτηλα χνάρια της στον χώρο του θεάτρου και όχι μόνο.
Με αφορμή την παράσταση O Γυάλινος Κόσμος, θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, η Κάτια Δανδουλάκη, παραχώρησε μια συνέντευξη και μίλησε για τον Γυάλινο Κόσμο, αλλά και την μέχρι τώρα πορεία της στην τέχνη του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου.
Κυρία Δανδουλάκη, καταρχάς, ας συζητήσουμε για την πρόσληψη του έργου και κυρίως του χαρακτήρα της Αμάντα. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την Αμάντα ως αναγνώστρια, αλλά και ως ηθοποιός που καλείται να την ενσαρκώσει;
Ας ξεκινήσουμε με το ίδιο το έργο. Για εμένα καταρχάς ο Τένεσι Ουίλιαμς, όπως και ο Τσέχωφ, αποτελούν τους αγαπημένους μου ποιητές του θεάτρου και υπάρχει μια πολύ μεγάλη σχέση ανάμεσά τους ως προς το γράψιμο και τη διαχείριση του ποιητικού τους υλικού αλλά και του θεατρικού λόγου. Τώρα, ως αναγνώστρια δεν θα μπορούσα να μιλήσω για την εντύπωση που μου γεννά το έργο, γιατί διαβάζοντάς το με την εμπειρία της ηθοποιού που διαβάζει ένα έργο, το πρώτο που αναζητώ να εντοπίσω είναι το αν με ενδιαφέρει να το συνεχίσω. Είναι κάτι που κάνω ενστικτωδώς. Αυτό είναι και το βασικό κριτήριο του θεατή, όμως, όταν ευχαριστιέται μια παράσταση, το να θέλει να συνεχίσει να τη βλέπει.
Τα κλασικά έργα τα έχουμε διαβάσει όλοι οι ηθοποιοί ήδη στις σχολές μας. Ξέρουμε από νωρίς προς τα πού κλίνει η αγάπη μας και το ενδιαφέρον μας ως προς ορισμένους συγγραφείς και έχουμε ξεχωρίσει κάποια έργα που θα θέλαμε κάποια στιγμή να τα προσεγγίσουμε. Διαβάζοντας τώρα ξανά τον Γυάλινο Κόσμο κατάλαβα κάτι που νεότερη δεν μπορούσα να αντιληφθώ, το πόσο μεγάλη συγγένεια έχω με την Αμάντα. Από την άλλη δεν θα μπορούσα να παίξω ποτέ και τη Λώρα, μιας και το ύψος μου (είμαι κοντά στο 1,80) δεν θα ταίριαζε εμφανισιακά με εκείνη, αλλά και μέσα μου πάντα ένιωθα περισσότερο τον χαρακτήρα της ντάμας που θα γινόταν αργότερα ρολίστα.
Τώρα, λοιπόν, που ήρθε η στιγμή να αντικρίσω το πολύ αγαπημένο μου αυτό έργο από την πλευρά της Αμάντα κατάλαβα πόσο πραγματικά μπορώ να ταυτιστώ με τον χαρακτήρα. Η Αμάντα είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας. Είναι μια αστή με πολλά όνειρα που στη διαδρομή της ζωής της διαψεύστηκαν όλα. Δεν μπόρεσε να απολαύσει κανένα από τα όνειρά της, ούτε τον έρωτά της με τον άντρα της, ούτε τον τρόπο συμβίωσης με τα εξαιρετικά ευαίσθητα και με αρκετές ιδιαιτερότητες παιδιά της, τα οποία επίσης κουβαλούν μέσα τους πολλές διαψεύσεις. Σε ένα περιβάλλον της «πτώσης» και παλεύοντας πια για τα καθημερινά της επιβίωσης, μαζί με τα 2 της παιδιά ζει τη διάψευση των ονείρων και την έλλειψη της αισιοδοξίας και της λαχτάρας για μια καλύτερη ζωή. Έχει αγκιστρωθεί, πλέον, μέσα της η λαχτάρα της να γλυτώσουν τουλάχιστον τα παιδιά της. Εκείνα, ωστόσο, είναι εξίσου εγκλωβισμένα στις δικές τους διαψεύσεις.
Πώς θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε το ύφος του έργου;
Ο Τένεσι Ουίλιαμς έχει διαποτίσει το έργο του με πολύ βαθύ και καυστικό χιούμορ, γιατί το έργο αυτό έχει τρομακτικό χιούμορ –εξάλλου το χιούμορ πηγάζει πάντα από πολύ πόνο, βγαίνει για να ξορκίσει έναν βαθύ πόνο που κρύβεις μέσα σου. (Μάλιστα έχω γνωρίσει και ζήσει πολλούς κωμικούς της Ελλάδας που στη ζωή τους είναι πολύ σοβαροί και μελαγχολικοί άνθρωποι. Με το χιούμορ βλέπεις τη διάψευση της ζωής και σε απασχολεί πώς θα τη διαχειριστείς μέσα σου, για να μπορέσεις να επιβιώσεις.) Η προσέγγισή μου, λοιπόν, στην Αμάντα ήταν πώς μέσα από το χιούμορ θα μπορέσει κανείς να αντέξει τον πόνο. Αυτό, όπως και τα έργα του Τσέχωφ, αν δεν τα διαποτίσεις με το χιούμορ που ήδη υπάρχει σε ψήγματα στους χαρακτήρες, και τα βάψεις μόνο με την γκρίζα τους μπογιά, δεν αντέχονται. Τα έργα θα πρέπει να προσφέρουν και μια σχισμή από την οποία θα μπορεί να φανεί ο ήλιος. Τα πρόσωπα, λοιπόν, του Τένεσι Ουίλιαμς είναι τραγελαφικά. Μόνο ένα πρόσωπο στον Γυάλινο Κόσμο είναι απολύτως υγιές, ο καλεσμένος, ο Τζιμ, ένας πολλά υποσχόμενος λαμπερός νέος που, όμως, επίσης δεν έγινε απολύτως τίποτα στη ζωή του. Μιλάει, ωστόσο, στη Λώρα με τις μεγαλύτερες σοφίες: «Και τι έγινε που δεν κατάφερα τίποτα ως τώρα; Θα ξαναπροσπαθήσω! Και τι έγινε που έχεις ένα μικρό ελάττωμα; Όλοι έχουμε κάποιο. Εσύ είσαι πολύ ιδιαίτερη! Αν είσαι ιδιαίτερη και δεν μοιάζεις με τους άλλους, τότε είσαι όμορφη!». Τα ωραιότερα λόγια στο έργο είναι τα δικά του. Τη μεγαλύτερη φιλοσοφία την ξεστομίζει, λοιπόν, ένας απλός, υγιής άνθρωπος. Αυτό είναι που μου σπαράζει την ψυχή, γιατί και αυτός είναι αποτυχημένος, αλλά ξέρει πως αυτή είναι η ζωή, σήμερα έχει αποτυχίες, αλλά ίσως αύριο φέρει επιτυχίες, ανοίξει μια πόρτα και μπει πάλι το φως.
Υπάρχει κάποια σκηνή καθ’ όλη τη διάρκεια του Γυάλινου Κόσμου που να διεγείρει τα συναισθήματά σας πιο έντονα;
Αυτό που διεγείρει τα συναισθήματά μου καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου είναι το σκαμπανέβασμα μεταξύ πόνου και σαρκασμού, γιατί το έχω έντονα και στη ζωή μου. Ταυτόχρονα, έχω και την αισιοδοξία στη ζωή μου πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς λόγο. Πάντα το φως υπάρχει κάπου κρυμμένο και θα ξεπροβάλει. Και η Αμάντα ψάχνει το φως, ξέρει ότι υπάρχει, απλώς είναι άτυχη και δεν το βρίσκει. Στο τέλος, παίρνει κανείς μια αίσθηση χαρμολύπης. Το κοινό ταυτίζεται με τους ήρωες, αναγνωρίζει τις διαψεύσεις της ζωής, αλλά και την υγεία του καθημερινού ζην και την αισιοδοξία του ανθρώπου, που παρά τις δυσκολίες, θα ξαναπροσπαθήσει να ψάξει για το φως στη ζωή του.
Όσο για την Αμάντα, θέλω να διευκρινίσω αυτό το πολύ σημαντικό: δεν είναι μια μάνα καταπιεστική, αυστηρή και κακιά προς τα παιδιά της. Λατρεύει τα παιδιά της και μέσα από την αγωνία της να τα προστατεύσει προκύπτει η καταπίεση. Εγώ μεγάλωσα με πάρα πολλή αγάπη, αλλά ταυτόχρονα και με πάρα πολλή πειθαρχία και αυστηρότητα και έμαθα νωρίς τα όριά μου. Η διαφορά μεταξύ μιας μάνας που είναι πάρα πολύ αυστηρή και ψυχρή από εκείνη που αγωνιά για την ευτυχία των παιδιών της και οδηγείται σε πιεστικές συμπεριφορές είναι μεγάλη. Ο Τομ είναι ποιητής, χαρακτηριστικό που η Αμάντα μέσα στην ένταση της αγάπης της και στην ανησυχία της για το μέλλον του και τη ζωή του το προσπερνάει τελείως. Το έργο είναι διάχυτο από την αγάπη της μάνας. Νομίζω ότι η επιτυχία της παράστασης είναι ότι ξεχειλίζει αγάπη και πόνο. Ο πολύ αγαπημένος μου συνεργάτης και σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Νανούρης έχει δώσει αυτή τη διαφορετική ποιητική οπτική στο έργο. Η σκηνοθεσία του συγκροτείται μέσα από την εικαστική του δημιουργία.
Σας έχουμε παρακολουθήσει ανά τα χρόνια μέσα στην ιστορία της ελληνικής αλλά και της διεθνής υποκριτικής σκηνής σε ρόλους θεατρικούς, τηλεοπτικούς και κινηματογραφικούς. Σίγουρα, η κινηματογραφική τέχνη διαφέρει αισθητά από την θεατρική. Πώς συνδυάζονται στη ζωή μιας ηθοποιού οι διαφορετικές υποχρεώσεις αυτών των τεχνών; Δείχνετε κάποια προτίμηση ανάμεσα στο θέατρο, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο;
Έχω τελειώσει δύο δραματικές σχολές, μια του Θεάτρου Τέχνης του Κουν και μία στο Λονδίνο το London School f Dramatic Art. Μετά το Λονδίνο επέστρεψα αμέσως στην Ελλάδα και ξεκίνησα τις οντισιόν για να βρω δουλειά στο θέατρο. Παρόλο που ο κινηματογράφος μου άρεσε πολύ, το θέατρο ήταν πάντα η μεγάλη μου αγάπη, η ψυχή μου με έσπρωχνε κατεξοχήν στη θεατρική δημιουργία και εκτόνωση. Πάρα πολύ σύντομα, ήδη από την πρώτη χρονιά που άρχισα να ψάχνομαι στο θέατρο, μου έτυχαν και οι πρώτες προτάσεις από κινηματογράφο καταρχάς κι έπειτα από δύο χρόνια και από την τηλεόραση. Στη διάρκεια των 50 χρόνων της επαγγελματικής μου καριέρας το θέατρο, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος συμβάδιζαν. Αυτό δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμο, αφού πέρα από τα δύο εξοντωτικά αντίθετα ωράρια, το ένα εξαιρετικά πρωινό (της τηλεόρασης) και το άλλο νυχτερινό (του θεάτρου), είναι και δύο τελείως διαφορετικά αντικείμενα. Όταν δοκίμασα τον κινηματογράφο, λοιπόν, και πάλι έλεγα πως αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι το θέατρο, γιατί η σχέση με τη μηχανή και ο τρόπος που καλείται ο ηθοποιός να διαχειριστεί τον φακό μου ήταν πολύ μακριά από την αμεσότητα και την ανάσα του θεάτρου και την κοντινή απόσταση από τον θεατή.
Με τα χρόνια, όμως, άρχισε να αναπτύσσεται η αγάπη μου για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο και τελικά κατάφερε να με ιντριγκάρει πάρα πολύ η μαγεία του να μπορέσει να μιλήσει κανείς μόνο με τα μάτια και με την έκφραση, κάτι που στο θέατρο δεν αρκεί. Ο ηθοποιός κατορθώνει μέσα από τον φακό να μην χάνει την επαφή του με τον θεατή. Έτσι, άρχισα να αγαπάω όλο και περισσότερο στην αρχή τον κινηματογράφο κι έπειτα και την τηλεόραση και να ψάχνω τους ιδιαίτερους τρόπους τους. Πλέον έφτασα στο σημείο να μη μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Αγαπάω και τα τρία εξίσου.
Έχετε κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρο;
Επειδή έζησα αρκετά ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους των πλατό, μιας και όλες μου οι δουλειές γίνονταν σε εσωτερικούς χώρους, αν ξαναγεννιόμουν, πάλι ηθοποιός θα ήθελα να είμαι, αλλά να κάνω ταινίες με εξωτερικά γυρίσματα, να βγω έξω από τους τέσσερις τοίχους του πλατό ή του θεάτρου, να ζήσω την τέχνη αυτή, αλλά στο ύπαιθρο. Όταν βλέπω αυτές τις ξένες ταινίες όπου τρέχουν από εδώ κι από εκεί στις ζούγκλες, στα δάση, εύχομαι να μου τύχει να ξαναγεννηθώ ηθοποιός και να κάνω και εγώ τέτοιους ρόλους.
Ποια περίοδος της μέχρι τώρα καριέρας σας θεωρείτε ότι αποτέλεσε για εσάς έναν «σταθμό»;
Μετά τη σχολή μου και ξεκινώντας την καριέρα μου συνεργάστηκα το ’90 με τον Γιούρι Λιουμπίμοφ. Κοντά σε αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο έζησα μια νέα σχολή θεάτρου, το θέατρο «Τανγκάνκα». Ο Ζυλ Ντασέν, ο Μίνωας Βολανάκης, ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο Μιχάλης Κακογιάννης, όλες οι συνεργασίες με αυτούς τους ανθρώπους αποτέλεσαν για εμένα «σταθμούς». Κάθε ένας αποτελούσε και μια καινούρια σχολή. Έχω δουλέψει με όλους τους μεγάλους «μύθους» του θεάτρου και του κινηματογράφου και ελπίζω να μην έχω παραλείψει να αναφέρω κανέναν. Μέσα από αυτούς μου ανοίχθηκαν αρκετές πόρτες.
Στο θέατρο πολύ αγαπημένη μου στιγμή ήταν όταν είχα κάνει τον μονόλογο «Τζόρνταν», το «Master class», τον «Γλάρο».
Στην τηλεόραση τα πολύ πολύ αγαπημένα μου ήταν αυτά που χρονικά τοποθετούνται στην αρχή, ήταν το ένα μετά το άλλο ξεχωριστά και δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω. Αναφέρω ενδεικτικά τους τίτλους «Πανθέοι», «ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», «η Λάμψη». Τη «Λάμψη» ειδικά την απόλαυσα με όλη μου την ψυχή. Τα γυρίσματα ήταν καθημερινά και η αγωνία μου ήταν πώς δεν θα βαρεθεί ο κόσμος να βλέπει μια ηθοποιό να μπαίνει στο σπίτι του κάθε μέρα. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση, αλλά και ο λόγος που δέχτηκα να μπω σε αυτόν τον κίνδυνο. Από εκεί και πέρα λάτρεψα την τηλεόραση, γιατί διηύρυνε την τεχνική μου και φώτισε τον τρόπο της προσέγγισης ενός ρόλου με τη δική της οπτική, μου έδωσε τεράστια πείρα να μπορώ να αυτοσχεδιάζω, να προσλαμβάνω γρήγορα τους ρόλους και να τους ερμηνεύω με ουσία, χωρίς υπερβολές θεατρικές, χωρίς όμως να χάνω τις θεατρικές δεξιοτεχνίες παράλληλα, όπως την εκτόξευση του λόγου χωρίς μικρόφωνα.
Το θέατρο αλλάζει και εκσυγχρονίζεται παράλληλα με τον κόσμο αλλά και τις υπόλοιπες τέχνες. Υπάρχει κάποια αλλαγή που να μη θέλετε να την αποδεχτείτε;
Κάτι που σιχαίνομαι στο θέατρο σήμερα είναι τα μικρόφωνα. Τελευταία τα χρησιμοποιούμε πολύ. Γιατί να χρειάζεται κάποιος μικρόφωνο στην Επίδαυρο; Αφού για λόγους ηχητικής κατασκευάστηκε έτσι το θέατρο. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να χάσει το θέατρο την μεγαλύτερη αξία του, την αμεσότητα με τον θεατή, το να ακούω τη φωνή του άλλου από κοντά. Κάτι ακόμη που μου κάνει εντύπωση είναι η χρήση των κινητών. Οι άνθρωποι πλέον παρακολουθούν μια συναυλία μέσα από την οθόνη του κινητού τους που την καταγράφει, αντί να δουν με τα ίδια τους τα μάτια, να αγγίξουν και να αιχμαλωτίσουν τη στιγμή στο μυαλό τους.
Έχετε πει σε προηγούμενη συνέντευξή σας πως οι γονείς σας ήθελαν να τελειώσετε και τη νομική σχολή, όχι γιατί δεν εκτιμούσαν το πτυχίο των καλών τεχνών, αλλά λόγω του φόβου της ανασφάλειας. Τι έχετε να πείτε προς τους/τις νέους/νέες υποψήφιους/ιες ηθοποιούς, για τις ενδεχόμενες δυσκολίες τους να καταξιωθούν και να επιβιώσουν μέσα από την υποκριτική;
Οι γονείς πάντα θα φοβούνται. Αυτό που καλούνται, όμως, να κάνουν τα παιδιά είναι να ακολουθήσουν την ψυχή τους. Πολλές φορές με πλησιάζουν γονείς και μοιράζονται την ανησυχία τους πως το επάγγελμα του ηθοποιού που θέλουν να διαλέξουν τα παιδιά τους είναι δύσκολο ως προς την επιβίωση. Αν σκεφτόμασταν έτσι, όμως, δεν θα κάναμε κανένα επάγγελμα. Στο θέατρο, όπως και στον αθλητισμό υπάρχει και ο πρωταθλητισμός. Είτε λοιπόν βγαίνω στο θέατρο και θέλω να γίνω πρωταθλητής, είτε βγαίνω στο θέατρο γιατί θέλω να είμαι μέρος του ως ηθοποιός, ως μεταφραστής, ως βοηθός, ως σκηνοθέτης ή κάνοντας κάποιο άλλο επάγγελμα του θεάτρου.
Οι νέοι θα πρέπει να ακολουθούν την ψυχή τους από τη μία, αλλά από την άλλη να και είναι σε ετοιμότητα να διακρίνουν την αγάπη τους για το θέατρο από το ταλέντο, το να «κάνουν» για το θέατρο. Αν δεν μπορείτε να προχωρήσετε παραπέρα μετά τα πρώτα χρόνια σπουδών και δυσκολεύεστε να εντοπίσετε την άκρη του νήματος, μην έχετε ψευδαισθήσεις πως φταίνε τα κυκλώματα ή η ατυχία. Αν δεν σας ταιριάζει αυτή η τέχνη, θα σας ταιριάζει κάτι άλλο. Αν οι οντισιόν περνούν και δεν βρίσκετε από πουθενά αποδοχή, αυτό κάτι πρέπει να σας πει. Κάνω παραγωγή από πολύ μικρή. Αν δω ταλαντούχο νέο ηθοποιό δεν υπάρχει περίπτωση να μην επιδιώξω να του δώσω αμέσως το βήμα στη σκηνή. Έτσι έκαναν και οι παλιότεροι μαζί μου. Με τραβούσαν στη σκηνή γιατί κάτι τους έλεγε μέσα τους πως αυτό το παιδί ανήκει στο θέατρο.
Συνέντευξη: Άννα Μαμάτσιου, Υπ. Δρ Φιλολογίας
H παράσταση O Γυάλινος Κόσμος, θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, θα φιλοξενηθεί στη Δυτική Μακεδονία αυτή την εβδομάδα του Ιουλίου (17-20/7/2023) στην Πτολεμαΐδα από το Υπαίθριο Θέατρο Πτολεμαΐδας (17/7), στην Καστοριά από το Θέατρο Βουνού (18/7), στην Κοζάνη από το Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Κοζάνης (19/7) και στα Γρεβενά από το Υπαίθριο Θέατρο Καστράκι (20/7).
Η παράσταση έχει σκηνοθεσία και φωτισμό του Γιώργου Νανούρη. Την μετάφραση του έργου ανέλαβε ο Στέλιος Βαφέας, την μουσική ο Θοδωρής Οικονόμου, τα σκηνικά η Μαίρη Τσαγκάρη, τα Κοστούμια οι Deux Hommes και τις φωτογραφίες η Ελίνα Γιουνανλή.
Στους ρόλους του έργου βλέπουμε την Κάτια Δανδουλάκη να υποδύεται τη μητέρα, Αμάντα Ουίνγκφιλντ, την Ιωάννα Παππά ως την κόρη, Λώρα Ουίνγκφιλντ, τον Κωνσταντίνο Μπιμπή ως τον γιο, Τομ Ουίνγκφιλντ και τον Ρένο Ρώτα ως τον επισκέπτη, Τζιμ Ο’ Κόνορ.
(Από το www.paremvasiculture.gr)