Η ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία αποτελεί τη μεγαλύτερη κατάκτηση της Γ´ Ελληνικής Δημοκρατίας γιατί έβαλε τέλος σε μια μακρά περίοδο εκτροπών και ανωμαλίας, αλλά και γιατί συνδέεται ευθέως με την καλύτερη περίοδο στη νεότερη ιστορία της χώρας.
Η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας, μετά το 1974, ευνόησε ένα διπολισμό που κυριάρχησε για δεκαετίες και θρυμματίστηκε το Μάιο 2012 όταν τη θέση του δίπολου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ κατέλαβε το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Το νέο δίπολο έκλεισε γρήγορα τον κύκλο του με το τρίτο και αχρείαστο μνημόνιο και το 2019 εισήλθαμε σε μια νέα κανονικότητα με το ΣΥΡΙΖΑ να καταλαμβάνει καθαρά τη θέση του δεύτερου πόλου απέναντι στη ΝΔ.
Ο κ Τσίπρας και το κόμμα του είχαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια να οργανώσουν μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας με ιδανικές προϋποθέσεις – πρωταγωνιστικό ρόλο στη Βουλή, άπλετο χώρο και χρόνο στα ΜΜΕ, γαλαντόμα αντιμετώπιση από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων – και απέτυχαν. Απέναντι μάλιστα σε μια κυβέρνηση που ευνόησε προκλητικά ελάχιστους και ισχυρούς διευρύνοντας τις ανισότητες, μια κυβέρνηση με θλιβερό απολογισμό σε νευραλγικούς τομείς όπως η υγεία και τα δημοσιονομικά.
Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν επιδέχεται πολλές ερμηνείες, πολύ απλά το 20% του ΣΥΡΙΖΑ ερμηνεύει το 40% της ΝΔ και αντίστροφα. Επίσης προοιωνίζεται την επόμενη μέρα αφού ποσοστό 37,5% δίνει αυτοδυναμία, εφόσον τα εκτός Βουλής κόμματα αθροίσουν 10%.