Η κ. Χρυσούλα Καζαντζιδου, που έχει αναπηρία 80%, είχε ένα χρέος στην τράπεζα, το εξόφλησε, αλλά δεν πρόσεξε ότι έμεινε ανεξόφλητο το ασήμαντο ποσό των δύο λεπτών (0,02). Δώδεκα χρόνια αργότερα την ειδοποίησαν ότι χρωστάει 70 ευρώ, επειδή εκείνα τα παλιά 2 λεπτά αποτελούσαν για την τράπεζα περιουσιακό της στοιχείου ενεργητικού, δηλαδή κεφάλαιο που τοκιζόταν και ανατοκιζόταν κάθε χρόνο, μέχρι που έφτασε κεφάλαιο και τόκοι να γίνουν 70 ευρώ!
Αυτό ας το έχουν υπόψη τους όσοι ονειρεύονται και ελπίζουν ότι το τεράστιο, φοβερό και τρομερό χρέος της χώρας μας, που ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των τετρακοσίων δισεκατομμυρίων (400.000.000.000,00) ευρώ, θα συγκινήσει τους δανειστές μας, ότι θα μάς το χαρίσουν και θα το διαγράψουν.
Να μη ξεχνάμε επίσης μερικά ακόμα, σχετικά μ’ αυτά που χρωστάμε, αλλά δεν τα ακούμε συχνά στα δελτία ειδήσεων (όπως τα αναφέρει ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 30-7-24)):
- Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στο δημόσιο χρέος. Είναι σαν να πήραμε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Μετά από εμάς, χρωστάνε επίσης, κάπως λιγότερα, η Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο και Πορτογαλία. Αυτές παίρνουν το αργυρό και το χάλκινο μετάλλιο. Το χαμηλότερο χρέος έχουν η Βουλγαρία και το Λουξεμβούργο.
- Αυτοί που μάς δάνεισαν υπολογίζουν ότι θα τα πάρουν πίσω τα λεφτά τους λίγα-λίγα, με δόσεις κάθε χρόνο, με τόκο, σε 35 χρόνια από σήμερα, δηλαδή μέχρι τότε θα χρωστάμε εμείς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
- Η κυβέρνηση μας λέει ότι αντί να δίνουμε δόσεις όπως κανονίστηκε, θα μαζέψει με φόρους περισσότερα και θα δίνει μεγαλύτερες δόσεις, ώστε να ξεπληρώσουμε κάπως πιο γρήγορα.
- Αυτούς τους έξτρα φόρους τους ονομάζει «μαξιλαράκι». Κανείς δεν μάς λέει, πώς θα μαζευτούν τα «μαξιλαράκια» με τους έξτρα φόρους, που θα πληρώσουμε ή με την συνέχιση της ακρίβειας, από την οποία η κυβέρνηση μαζεύει τους φόρους (ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, τέλη κλπ. κλπ.).
- Στο μεταξύ, αυτά που παράγουμε και εξάγουμε είναι λιγότερα από αυτά που εισάγουμε, και αναγκαζόμαστε να δανειζόμαστε συνέχεια (ομολογιακά δάνεια κλπ.). Κι έχουμε βάλει και υποθήκη τα πάντα για 99 χρόνια.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης























