Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης είναι γνωστά ως Παρουσίαση της Παρθένου Μαρίας, και ανήκει στις θεομητορικές εορτές (Η Υπαπαντή, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση, το Γενέσιο, τα Εισόδια, η Σύλληψη και η Σύναξη της Θεοτόκου).
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Το εορταζόμενο γεγονός δεν αναφέρεται στην κανονική Αγία Γραφή. Η πρώτη γνωστή αναφορά σε αυτό βρίσκεται στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα απόκρυφο κείμενο του τέλους του Β΄ αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, οι μετέπειτα γονείς της Παναγίας, ο Ιωακείμ και η Άννα, ήταν βαθιά στενοχωρημένοι από το ότι δεν είχαν παιδιά. Για τον λόγο αυτό, προσευχήθηκαν και είχαν συμφωνήσει να αφιερώσουν το τέκνο τους στον Θεό. Αποκτώντας τη Μαρία λοιπόν, την πήγαν όταν ακόμη αυτή ήταν παιδί, στον Ναό της Ιερουσαλήμ για να την αφιερώσουν στον Θεό. Αυτά λοιπόν είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου.
Μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας (όπως το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου και το Βιβλίο της Γεννήσεως της Μαρίας) προσθέτουν ότι η Μαρία αφιερώθηκε στον Ναό σε ηλικία περίπου τριών ετών, σε εκπλήρωση ενός όρκου. Κατά την παράδοση παρέμεινε εκεί προς μόρφωση για να προετοιμασθεί για τον ρόλο της ως Θεομήτωρ.
Υπάρχει παραλληλία των Εισοδίων με την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης για τον προφήτη και Κριτή Σαμουήλ, του οποίου η μητέρα, που κι αυτή ονομαζόταν Άννα, πίστευε ότι ήταν στείρα και προσέφερε έτσι το τέκνο της ως δώρο προς τον Θεό.
Η Μαρία παρέμεινε στον Ναό μέχρι το δωδέκατο έτος της ηλικίας της οπότε οι ιερείς του Ναού όρισαν τον Ιωσήφ ως προστάτη της. Σύμφωνα με την Κοπτική παράδοση, ο πατέρας της, ο Ιωακείμ, είχε αποβιώσει όταν η Μαρία ήταν έξι ετών και η μητέρα της, η Άννα, είχε αποβιώσει όταν η Μαρία ήταν οκτώ ετών.
Ακόμα και αν η ιστορία είναι ένας θρύλος χωρίς ιστορικές αποδείξεις, έχει σκοπό να τονίσει πως ακόμα και στην παιδική της ηλικία η Μαρία ήταν αφιερωμένη στον Θεό με απόλυτο τρόπο.
Ο εορτασμός των Εισοδίων της Θεοτόκου άρχισε με τα θυρανοίξια της Νέας Βασιλικής της Αγίας Μαρίας, που ανεγέρθηκε κοντά στην τοποθεσία του κατεστραμμένου Ναού της Ιερουσαλήμ. Η παλαιά βυζαντινή βασιλική, έργο του 543, είχε καταστραφεί από τους Πέρσες του Χοσρόη Β΄ μετά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 614. Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στην εορτή είναι η μνεία «Εἴσοδος τῆς Παναγίας Θεοτόκου» στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄. ένα Αυτοκρατορικό Μηνολόγιο του 11ου αιώνα. Τα Εισόδια συνέχισαν να εορτάζονται σε όλη την Ανατολή, με καταγεγραμμένο τον εορτασμό τους στα μοναστήρια της νότιας Ιταλίας τον 9ο αιώνα, και μεταφέρθηκαν στη Δύση εορταζόμενα στο Παπικό Παρεκκλήσιο της Αβινιόν το 1372 με διάταγμα του Πάπα Γρηγορίου ΙΑ.
Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τα Εισόδια ως μία από τις 12 Μεγάλες Εορτές της. Επειδή η ημερομηνία της (21 Νοεμβρίου) βρίσκεται μέσα στη νηστεία των Χριστουγέννων, κατά την ημέρα αυτή οι κανόνες της νηστείας ελαφραίνουν κάπως και επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού, κρασιού και λαδιού.
(πηγή: Βικιπαίδεια)
Η Παναγία λοιπόν γεννήθηκε από μεγάλους σε ηλικία γονείς, τον Ιωακείμ και την Άννα, οι οποίοι είχαν παρακαλέσει με πολύ πόνο τον Θεό να τους χαρίσει ένα μωρό και υποσχέθηκαν να το αφιερώσουν στον Ναό Του. Και έτσι έγινε: Έπειτα από πολλή προσευχή, νηστεία, αλλά και υπό την κατακραυγή του κόσμου που παρέμενε άτεκνο, το ηλικιωμένο ζευγάρι απέκτησε ένα κορίτσι που τους έφερε τρομερή ευτυχία. Δεν ξέχασαν, όμως, το τάμα τους. Έτσι η Μαρία, ταμένη από την μητέρα της, αφιερώθηκε και αφοσιώθηκε στον Θεό, ο οποίος την αντάμειψε όσο καμιά άλλη γυναίκα στον κόσμο: Έγινε μητέρα του ίδιου του Θεού.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι «Το θυγάτριον του Θεού εισοδεύει στα Άγια των αγίων», ενώ η ίδια αποτελεί «τον καθαρώτατο Ναό του Σωτήρος και την Κιβωτό της Σωτηρίας».
Η εορτή των εισοδίων της Θεοτόκου, είναι παράλληλα και το προανάκρουσμα της «μητρόπολης των εορτών», δηλαδή των Χριστουγέννων. Γι’ αυτό διότι το πρωί στη ακολουθία του όρθρου θα ακουσθούν οι καταβασίες των Χριστουγέννων.
Σε μερικά ημερολόγια αναφέρεται ότι σήμερα εορτάζουν όσες ονομάζονται Μαρία, Μαργέτα, Μαριέττα, Μαργετίνα, Μάρω, Μαριωρή, Μαρίκα, Μαριγώ, Μαριγούλα, Μαρούλα, Μαρίτσα, Μανιώ, Μαίρη, Μαρινίκη, Μυρέλλα, Μάνια, Μάρα, Μάριος, Δέσποινα, Δέσπω, Ντέπη, Πέπη, Ζέπω και Σουλτάνα.























