Ήδη τα επιτόκια έχουν πάρει την ανιούσα σε μια περίοδο που το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πορείας του ως τώρα.
* του Αδάμου Ευαγγέλου
Αυτή η άνοδος των επιτοκίων συγχρόνως με την ενεργειακή κρίση αυξάνουν τις τιμές σε όλη τη Ευρώπη, με συνέπεια να προκαλούνται παρενέργειες και συνεχείς αναταράξεις, στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και σε ιδιώτες οι οποίοι έχουν λάβει δάνεια από τις τράπεζες. Στην προκειμένη περίπτωση το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις είναι η αύξηση του κόστους του χρήματος, καθώς τα δάνεια συνιστούν βασικό στοιχείο για τον ετήσιο προϋπολογισμό τους.
Τα υφιστάμενα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, επιβαρύνονται και σε συνδυασμό με την ακρίβεια, ανατρέπουν πλήρως τον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Μέχρι τώρα μπορούσε μια επιχείρηση να δανειστεί με επιτόκιο 3-3,5%. Σήμερα το επιτόκιο έχει εκτιναχθεί στο 5,5% – 6%. Αν μια επιχείρηση για παράδειγμα με 10 εκατ. Ευρώ δάνεια, με επιτόκιο 3,5% θα πλήρωνε τόκους 350.000 ευρώ. Τώρα για το ίδιο δάνειο με επιτόκιο 6% πρέπει να πληρώσει τόκους 600 χιλιάδες ευρώ. Γίνεται σαφές ότι με την αύξηση των επιτοκίων τα νέα δάνεια ακριβαίνουν για όσους τα χρειάζονται.
Εκτός των επιχειρήσεων η απότομη άνοδος των επιτοκίων, προκαλεί προβλήματα σε ιδιώτες, δανειολήπτες που εξυπηρετούν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση, για την εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Όλη αυτή η κατάσταση προσθέτει προβλήματα στις μεσαίες εισοδηματικές τάξεις της κοινωνίας, πρωτίστως δε στα φτωχότερα ελληνικά νοικοκυριά τα οποία πλήττονται σοβαρά.
Σήμερα αυτό που επικρατεί στη ευρωπαϊκή και πολιτική σκηνή, είναι η πλήρης αντίθεση μεταξύ των χωρών για τα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης. Από τη μια είναι αυτοί οι οποίοι υπερασπίζονται τη νομισματική σύσφιξη (αφαίρεση χρημάτων από την οικονομία) των κεντρικών τραπεζών ήτοι αύξηση των επιτοκίων και από την άλλη είναι οι κυβερνήσεις που εκτελούν τη δημοσιονομική πολιτική δίνοντας χρήμα με τη μορφή επιδομάτων.
Οι πρώτοι επιλέγουν την αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί η συγκράτηση των τιμών, λόγο της ζήτησης από τους καταναλωτές. Όμως οι τιμές όλων των προϊόντων στην παρούσα χρονική περίοδο, δεν προσδιορίζονται από την αυξανόμενη ζήτηση, αλλά προσδιορίζονται από την αύξηση του κόστους παραγωγής, των προϊόντων εξαιτίας της ακριβής ενέργειας. Συνεπώς η αύξηση τν επιτοκίων τώρα το μόνο που επιφέρει είναι ύφεση, δεν λύνει το πρόβλημα του πληθωρισμού, αφού δεν μπορεί να τον περιορίσει.
Δεν μπορεί να τον περιορίσει, γιατί ωθεί τις επιχειρήσεις να συντηρούν υψηλές τις τιμές των προϊόντων, ώστε να καλύπτουν, όχι μόνο το υψηλό κόστος της ενέργειας, αλλά επιπλέον και το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους.
Οι δεύτεροι (κυβερνήσεις) επιλέγουν τις παροχές κρατικών επιδομάτων για να καλύψουν τις αυξημένες δαπάνες των ιδιωτών και των επιχειρήσεων που οφείλονται στην αύξηση του κόστους της ενέργειας. Αυτή η επιλογή, προς το παρόν, μπορεί να μειώνει τις επιπτώσεις που δημιουργεί η οικονομική κρίση, όμως είναι βραχείας διάρκειας, δεν τους λύνει το πρόβλημα.
Πάντως, από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι η αύξηση των επιτοκίων θα δυσκολέψει και θα ταλαιπωρήσει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με πρόσθετες επιβαρύνσεις.
Το χειρότερο είναι, ότι η άνοδος των επιτοκίων δεν λύνει το πρόβλημα του πληθωρισμού, γιατί σήμερα οι τιμές των προϊόντων δεν αυξάνονται λόγω της αυξημένης ζήτησης, αλλά αυξάνονται λόγω της περιορισμένης ακριβής ενέργειας, η οποία αυξάνει το κόστος παραγωγής, με επιπτώσεις στις τιμές όλων των αγαθών.
* Ο Αδάμος Ευαγγέλου είναι πρώην μέλος του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θες/νίκης και πρώην καθηγητής εφαρμογών στο ΑΤΕΙ Θες/νίκης