“H ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ»
Γράφει ο Ευθύμιος Ράλλης
τ. Επιθ/της Δ.Ε.
«Πάρθεν, πάρθεν η πόλις πάρθεν» ήταν ο αναφωνητήριος «θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός» του ταπεινωμένου γένους των Ελλήνων, γιατί όχι και της τότε γνωστής οικουμένης, που ακούσθηκε όταν μαθεύτηκε η τρομερή είδηση της άλωσης «της ούτω ελεεινώς εφθαρμένης και πρώην καλλίστης των εν τη γη πόλεών, της μιας και κοινής πατρίδος «τω ελληνικώ γένει», κατά τον Πατριάρχη Γεννάδιο. Η Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα, διέγραψε μια φωτεινή πορεία 1.123 ετών και 18 ημερών και έπεσε.
Δεν θα αναφερθώ εδώ στους ναυτικούς από τα Μέγαρα, οι οποίοι το 657 π.Χ., διάλεξαν την έσχατη άκρη της Ευρώπης κι έχτισαν το Βυζάντιο στο Βόσπορο, στη θάλασσα του Μαρμαρά, στο μεγαλύτερο εμπορικό σταυροδρόμι της Ιστορίας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και Ισαπόστολος κατάλαβε τη στρατηγική θέση της κύριας πύλης της Ασίας και σε μια εμφαντική εκδήλωση του Ελληνισμού του ενσωμάτωσε μια αρχαία ελληνική πόλη κι έχτισε επάνω της την Κωνσταντινούπολη του. Την έκαμε πρωτεύουσα του Κράτους. Έδωσε σ’ αυτήν το όνομά του. Πρόσθεσε και το Νέα Ρώμη. Την εγκαινίασε στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. και την αφιέρωσε στην Αγία Τριάδα και στη Μητέρα του Θεού. Στην ιδρυτική στήλη της πόλης ανέγραψε!! «Σοι Χριστέ, κόσμου Βασιλεύς και Δεσπότης, Σοι προστίθημι την δε την δούλην πόλιν και σκήπτρα τήσδε και το παν Ρώμης κράτος φύλαττε ταύτην, σώζε δ’ εκ πάσης βλάβης».
Τραγική ειρωνία η μηνιακή και η ονομαστική συγκυρία. Μάιο τον ωραιότερο μήνα του χρόνου εγκαινιάσθηκε, Μάιο εν μέσω οδύνης, λύπης, ταπείνωσης και θρήνων βίαια εκπορθήθηκε από το Μωάμεθ το Β΄. Από Κωνσταντίνο χτίσθηκε και επί Κωνσταντίνου έπεσε.
«Μάη, πανώρια, είδες το φως,
Μάη και του θανάτου το σκοτάδι,
όταν χωρίς ελπίδα Ανάστασης
την Κάθοδο έζησες στον Άδη.
Θρηνολογεί ύστερα από 11 αιώνες η μεγάλη Ελένη-Γλύκατζη Αρβελέρ.
Έμεινε επί χίλια χρόνια και πλέον η μοναδική κληρονόμος της Ρωμαϊκής παγκοσμιότητος και της δυναμογόνου επίδρασης του ελληνικού πνεύματος προς το μεσαιωνικό ευρωπαϊκό κατακερματισμό. Υπηρέτησε το ιδεώδες της αναβίωσης του Ελληνικού πολιτισμού. Υλοποίησε την οικουμενική υπόσταση της Ορθοδοξίας και του αιώνιου Ελληνισμού.
Για να εννοήσουμε καλύτερα τη σημασία της άλωσης της, να συνειδητοποιήσουμε το μεγάλο χαμό της, θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε στου λαού μας την παράδοση που διατηρεί και σήμερα τα όσα ειπώθηκαν για το μεγάλο χαλασμό.
Στου Δημοτικού μας τραγουδιού τις γλυκομοιρολογικές στροφές από τη συμφορά του πάρσιμου της. Στις αφηγήσεις των μεγάλων λογοτεχνών. Στους θρήνους των ποιητών. Στις θαυμάσιες περιγραφές δικών μας και ξένων συγγραφέων, κληρικών και λαϊκών. Στις απεικονίσεις μεγάλων ζωγράφων. Ας αφήσουμε τη μνήμη να ταξιδέψει στο παρελθόν. Στων γιαγιάδων μας, το «χελιδόνι μου σπαθάτο πες, πες μου διατί έχεις στήθος ματωμένο και ουρά ψαλιδωτή, επερνούσα από την πόλη κι από την Αγία Σοφιά…», στων μανάδων μας τις επιβεβαιώσεις, του «Πάλι με χρόνους με καιρούς», στων δασκάλων μας το «Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά…» και τόσα άλλα.
Ο Μεγάλος Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σ’ έναν ύμνο του για την πόλη των ονείρων μας θα γράψει: «Οπλότερη Ρώμη η προσφέρουσα πολήων, Οσσάτιον γαίης ουρανός αστερόεις». (Η νεώτερη Ρώμη (το Βυζάντιο), υπερέχει από όλες τις άλλες πόλεις, όσο ο έναστρος ουρανός από τη γη».
Αλλά κι ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ένας ισάξιος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Σκιαθίτης λόγιος, μας γράφει, με την ανεπανάληπτη πέννα του για την αγλαΐζουσα πόλη.
«Την είδον τόσαις φοραίς. Την είδον από της γης, την είδον από θαλάσσης. Και την εκαμάρωσα, ως καμαρώνουν οι νυμφαγωγοί την νύμφην εις τα νήσους. Και είναι όντως νύμφη η Πόλις, Νύμφη της Ανατολής, νύμφη του Γένους. Νύμφη του κύματος και των αφρών, και νύμφη των κήπων και των λειμώνων. Επάνω εις τους αφρούς και επάνω εις τα άνθη. Εκεί όπου, όπισθεν πλατάνων και κυπαρίσσων, εις τα χλοερά εκείνα τσαΐρια, ανελίσσεται όλη των ανθέων της η ποικιλία, από του ναρκίσσου και υακίνθου, μέχρι του γιασεμιού και των ρόδων∙ εκεί όπου ο δινήεις Βόσπορος σχηματίζει την παιγνιώδη εκείνην αναφοράν του, όταν το ρεύμα του Ευξείνου το ολόδροσον έρχεται να φιλήση του Γένους την νύμφην και βασίλισσαν…
Την είδον από θαλάσσης∙ την είδον από ξηράς. Από θαλάσσης αναπαυομένην υπό τας αμφιλαφείς σκιάς αιωνοβίων πλατάνων, με υψηλούς μαύρους δορυφόρους κύκλω, την υψιτενή παράταξιν των σιωπηλών και ακινήτων κυπαρίσσων.
Και από ξηράς αναδυομένην εκ των κυμάτων, την ώρα την γλυκείαν της αυγής, με ένα βαθύχρουν τεφρόν πέπλον σκεπασμένην, τον οποίον σιγά σιγά επανεγείρει η Ανατολή με τας ροδίνους αβράς χείρας της, ίνα αναφανή εις τον κόσμον το υπερφυές θέαμα ναών και παλατίων… αναμμένην θαρρείς, εν θεατρική φωταγωγία εορτής, εις τα υαλώματα και τους χρυσούς ορόφους, επί των οποίων προσήναψε πυρσούς χαράς ο ήλιος. Και πλέον τότε μέσα εις το πέλαγος φωτός, εξαισίως πανηγυρικού, συνοικισμοί απέραντοι, λόφοι κεκαλυμμένοι με κατοικίας, και ακταί με παλάτια βασιλικά και μέγαρα αρχόντων. Πέλαγος οικιών και κύματα παλατίων και ναών και τζαμίων».
Και συνεχίζει: «Αφορμή της κτίσεως υπήρξεν εν όνειρον, μία οπτασία. Και εν όνειρον και μίαν οπτασίαν εκληροδότησε, κτισθείσα εις το Γένος. Άγγελοι την ζωγράφησαν και άγγελοι εχάραξαν το σχέδιόν της, το οποίον έκτοτε υπάρχει χαραγμένον με χρυσάς γραμμάς εις τα φυλλοκάρδια του Γένους».
Ο Μανουήλ Χρυσολοράς σ’ ένα εγκωμιαστικό του παραλήρημα, μεταξύ άλλων στον πανηγυρικό του θα σημειώσει: «Αν και τίποτε άλλο δεν θα είχαμε να πούμε, όμως θα θαυμάζαμε τη θέση της ανάμεσα στις δύο ηπείρους, την Ευρώπη δηλαδή και την Ασία, αλλά και η ένωσις των δύο θαλασσών, της βορείας και της μεσημβρινής, είναι θαυμαστή, ώστε από τη μια μεριά δια των ηπείρων, και από την άλλη διά των θαλασσών, ή καλύτερα και διά των δύο, να συνδέη σαν με έναν κοινόν σύνδεσμον και πάλι να αποκλείη μεταξύ τους –σαν να στέκεται πάνω σε πύλες- την οικουμένην και τα έθνη που φέρει επάνω της. Και τούτο –ότι εξουσιάζει δύο ηπείρους και δύο θάλασσες- δεν είναι μόνον χρήσιμον και ωραίον, αλλά δικαίως θα ενόμιζεν κανείς ότι είναι και βασιλικόν».
Στην πλειάδα των υμνητών της θα προστεθούν το 16ο αιώνα ο Γάλλος φυσιοδίφης Πιερ Ζιλ, ο οποίος στο αντίκρυσμά της αναφωνεί: «Όλες οι πολιτείες θα χαθούν, μα όσο υπάρχουν άνθρωποι η Κωνσταντινούπολη θα μείνει αθάνατη». Ενώ, πάλι άλλος ο Γάλλος λογοτέχνης φιλέλληνας ο Σατωβριάνδος στην έκρηξη του θαυμασμού του, θα την ανεβάσει στα ύψη: «Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πει κανείς ότι η Κωνσταντινούπολις, είναι η πιο όμορφη πινελιά του Σύμπαντος».
Ο χαρακτηρισμός «Βασιλεύουσα» δεν την αναδεικνύει μόνο ως «έδρα Βασιλέων» αλλά ως πρότυπη πόλη στην οποία βασίλευαν κι εκπορεύονταν όλες οι ανθρώπινες αξίες. Η ευταξία, η δικαιοσύνη, ο πολιτισμός, το αυτοκρατορικό μεγαλείο. Προ παντός πάνω από όλα και πέρα από όλα η φιλανθρωπία, ταυτισμένη με την αγιότερη σημασία του όρου, αγάπη για το συνάνθρωπο. Η καλλιέργεια του πνεύματος σε συνδυασμό με την ανάδειξη των επιστημών. Πρώτιστο καθήκον της Εκκλησίας της το «νοσοκομείν τους πάσχοντας», κορυφαία κατάληξή του «το φιλάνθρωπον» του αυτοκράτορος. Την παράδοση αυτή, τη συνεχίζει μέχρι σήμερα, μέσα από μύριες δυσκολίες, οργανωμένες διώξεις, ανατολίτικες δολοπλοκίες κι εξοντωτικές μεθοδεύσεις, του πιο απαίσιου, βάρβαρου, απολίτιστου κι αλλόθρησκου κατακτητού που έφτυσε εκείνη την αποφράδα ημέρα η Ασιατική νύχτα στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Σήμερα μερικοί απαράδεκτοι ψευτοδιαβασμένοι, θέλουν να μας παρου-σιάσουν, με την Ιστορία που ξαναγράφουν, ως μεγάλο εκπολιτιστή, τον αμετανόητο αιματοπότη τύραννο όλων των αιώνων.
Μια ρωμαλέα, αυτοκρατορική κυριαρχία, της οποίας τα όρια στα μέσα του 7ου αιώνα κατά τον Ιάκωβο το Νεοφώτιστο έφθαναν: «Από του Ωκεανού τουτέστι της Σκωτίας και Βρετανίας και Φραγγίας… έως Περσίδος και πάσης Ανατολής και Αιγύπτου και Αφρικής και άνωθεν, τα όρια των Ρωμαίων έως σήμερον και αι στήλαι των βασιλέων αυτών δια χαλκών και μαρμάρων φαίνονται…».
Έφθασε στον κολοφώνα της δόξας. Ουράνιες οι διαστάσεις της οικουμενικότητας και παγκοσμιότητας του Βυζαντίου. Εκπολίτισε λαούς, έβγαλε από τη βαρβαρότητα χώρες. Ακτινοβόλησε. Ορθοδοξία κι αυτοκρατορία κατηύγασαν την Οικουμένη. Ο αυτοκράτορας ήταν «των όντων … η φυλακή και ασφάλεια, των απολωλότων η ανάληψις, των απόντων η ανάκτησις». Έμεινε αθάνατη κι ανάγκασε τους Ευρωπαίους σήμερα σε στιγμές αυτοσυνειδησίας να ομολογούν ότι σ’ αυτό οφείλουν τον πολιτισμό τους. Ο Ποντιακός Ελληνισμός θα το αποθανατίσει με το τραγούδι του. «Η Ρωμανία κι αν χαθεί ανθεί και φέρει κι άλλον…». Προπύργιο της Χριστιανοσύνης. Στάθηκε, κατά τον Καβάφη, «φυλάκιο Ελληνοσύνης και ενδόξου βυζαντινισμού.
Οι πρόγονοί μας, όταν ξεκινούσαν από την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας για την πόλη, όπου διέπρεπαν στα γράμματα και στις τέχνες και εργάζονταν για το μεγαλείο και τις πολλαπλάσιες διαστάσεις της, δεν είχαν μόνο στο νού τους την Επτάλοφη που ύμνησε ο μεγάλος Παλαμάς, αλλά και το σύμβολο της, την Αγία Σοφία με τα τετρακόσια σήμαντα και τις εξήντα δυό καμπάνες. Μήπως το ίδιο δε συμβαίνει και σήμερα; Όλες οι εκδρομές που οργανώνονται προς τα εκεί, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος σ’ αυτό αποβλέπουν. Αυτή την παράδοση συνεχίζουν. Τον ίδιο σκοπό υπηρετούν. Πάλι θα επικαλεσθώ ένα ξένο περιηγητή, που έγραψε παραστατικώτατα πριν δέκα αιώνες. «Δεν υπάρχει άλλη πολιτεία στη γη που να μπορεί να συγκριθεί με την Κωνσταντινούπολη. Εδώ βλέπει κανείς τον περίφημο ναό της Αγίας Σοφίας… Ο αριθμός των ναών είναι ίσος με τον αριθμό των ημερών του χρόνου. Οι θησαυροί όμως της Αγίας Σοφίας είναι αναρίθμητοι… Κι έτσι έχει γίνει σπουδαίος ναός που δεν υπάρχει ομοιός του στον κόσμο». Αυτό βέβαια πριν την άλωση.
Τέλος έφθασε η αποφράδα για τον Ελληνισμό ημέρα. Η 29η Μαΐου 1453. Η ιστορική πρωτεύουσα, έπεσε, η Πόλη την οποία ο δυστυχής αυτοκράτορας σε μία ομιλία του, ονόμασε «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσιν τοις ώσιν υπό την του ηλίου ανατολήν». Κατά τον Κριτόβουλο «Η πόλις εάλω και εις εσχάτην δουλείαν και κακοδαιμονίαν κατήχθη». Υπέκυψε στις προφητείες και στο θέλημα του Θεού. Τούρκεψε. Ουσιαστικά Βυζαντινό Κράτος δεν υπήρχε, αλλά μόνο Βυζαντινή πόλη, με ένα αυτοκράτορα στολισμένο με υψηλές αρετές. Γενναιότητα, ταπείνωση, υπομονή, θεοσέβεια κ.ά. Έφθασε από το Μυστρά την τελευταία ώρα.
Ολιγόχρονη η βασιλεία του, πικρή η προσδοκία του για την επερχόμενη τύχη της Πόλης. Αφαίρεσε από τον εαυτό του το δικαίωμα παράδοσης της Κωνσταντινούπολης και κατά τον ιστορικό Φραντζή Γ. (Χρονικόν, σ. 27) με τα εξής λόγια: κάλεσε το λαό να πάρει την τύχη της στα χέρια του: «Παρακαλώ υμάς, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδομεν δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πάντων» και ταυτόχρονα ζήτησε να ακολουθήσουν τη γενναία απόφασή του «οφειλέται κοινώς πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζην». Στις προτάσεις του Μεχμέτ Β΄ για παράδοση έδωσε την ηρωικότατη απάντηση (Δούκας Μιχαήλ, εκδ. Bekker, 1834, σελ. 280) «το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ εμόν εστί ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη∙ κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Δε στέρησε από το γένος το δικαίωμα της διεκδίκησης κι έδωσε την ελπίδα στον Ελληνισμό να το αποτυπώσει στο «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι».
Κι ο ίδιος συγγραφέας ο Δούκας συνεχίζει στο 39ο κεφάλαιο της Βυζαντινής Ιστορίας του μ’ ένα κείμενο που σφραγίζει τον μεγαλύτερο καημό του Ελληνισμού και διεκτραγωδεί το μεγαλύτερο δράμα της Ιστορίας του. Το αποδίδω ελεύθερα στην νεοελληνική: Όταν οι Τούρκοι έφθασαν στην πύλη Χαρσία δεν τα κατάφερναν να μπουν, γιατί την είχαν φράξει οι σκοτωμένοι και τα σώματα των λιποθυμισμένων από τις πληγές. Όμως από τα τείχη έμπαιναν οι περισσότεροι ανάμεσα από τα χαλάσματα των οβίδων. Και ο Βασιλεύς εξαντλημένος, χωρίς δύναμιν από πουθενά, στεκόταν όρθιος με το σπαθί στο χέρι και με την ασπίδα και είπε λόγον θλιβερόν «Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να μου πάρη το κεφάλι;» Ήταν ολομόναχος. Τότε ένας Τούρκος του κατάφερε χτύπημα στο πρόσωπον και ο Βασιλεύς του το ανταπέδωκε∙ ένας άλλος όμως Τούρκος τον εχτύπησε από πίσω με πληγή θανατηφόρο∙ και ο Βασιλεύς έπεσεν∙ αλλά εκείνοι δεν ήξεραν ότι είναι ο Βασιλεύς, αλλά τον εθανάτωσαν σαν ένα απλόν στρατιώτην και τον εγκατέλειψαν… Η ώρα ήταν πολύ πρωί κι ο ήλιος δεν είχε φανή στην γη.
Ναι ο ήλιος δεν είχε βγει τότε, που ο μαρτυρικός βασιλεύς, έγειρε ωσάν κοινός στρατιώτης, στη Βασιλεύουσα. Πραγματοποίησε όσα παρήγγειλε στο Μεχμέτ.
Όταν είδε απροσδόκητα τους εχθρούς να τον περικυκλώνουν από παντού, όρμησε ηρωικά στο πυκνότερο στίφος των αντιπάλων. Χτύπησε και χτυπήθηκε, αγωνιζόμενος ως ο έσχατος των στρατιωτών. Κι όπως μας λέγει ο Φραντζής «το αίμα έρρεε ποταμηδόν εκ των ποδών και των χειρών του». Έπεσε παλληκαρίσια, ως άλλος Λεωνίδας, μαζί με την πόλη. «Η Κερκόπορτα, ένας κόκκος άμμου, έκρινε την ιστορία του κόσμου» την ώρα εκείνη την κακιά, που αναστήθηκε ο εφιαλτισμός. Το φάντασμα του Δαρείου, συναντήθηκε, με το φάντασμα του Μεχμέτ, 23 αιώνες μετά, στα τείχη της βασιλεύουσας και σάρωσε αμετάκλητα ένα μεγάλο, ανεπανάληπτο πολιτισμό… Το ισχυρότερο προπύργιο της Ευρώπης κατά της βαρβαρότητας, δεν υπήρχε πλέον. Λίγο αργότερα, αποδείχθηκε, όταν οι Ευρωπαίοι είδαν τον τουρκικό συρφετό μπροστά στη Βιέννη, ότι δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχαν. Σήμερα το έχουν καταλάβει, άραγε; Θα δούμε.
Δεν μπορώ ν’ αποφύγω, εδώ, το θρήνο του ιστορικού της Άλωσης Δούκα, με τις τραγικές εμπειρίες του και τις δραματικές στιγμές που έζησε κι ο ίδιος, αναφέροντας τα ελάχιστα.
«Ω πόλις, πόλις, πόλις πόλεων πασών κεφαλή! Ω πόλις, πόλις, κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών! Ω πόλις, πόλις, Χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός! Ω πόλις, πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, πού σου το κάλλος, παράδεισε; πού σου η χαρίτων του πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε και σώματος;…».
Αλλά κι ο άλλος ιστορικός ο Φραντζής, που έζησε τη φρίκη του χαλασμού κι είδε με τα ίδια του τα μάτια τις φρικιαστικές στιγμές θα γράψει, τις θρηνωδίες του για το πάρσιμο της Πόλης που δειγματικά κάνω μνεία: «Τις διηγήσεται τους τε κλαυθμούς και θρήνους; ει και εξ ξύλου άνθρωπος ή και εκ πέτρας ην, ουκ ηδύνατο μη θρηνήσαι!». «Ω, φρίξον ήλιε! Ω, στέναξον γη! Εάλω η Πόλις…!»
Τη σκηνή της εισόδου, του Σουλτάνου Μεχμέτ του Β, την 29η Μαΐου στην Πόλη μας τη δίνει ο Ιστορικός της Άλωσης Μιχαήλ Κριτόβουλος από την Ίμβρο και καταγράφει με τα μελανώτερα χρώματα την κατάληψη και την καταστροφή της.
Ο δε βασιλεύς, μετά ταύτα εισελθών εις την πόλιν, κατεθεάτο το μέγεθος και την θέσιν αυτής, την τε λαμπρότητα και καλλονήν, το τε πλήθος και μέγεθος και κάλλος των τε ναών και των δημοσίων οικοδομημάτων, των τε ιδιωτικών οικιών και κοινών και των εν δυνάμει όντων…
«Εώρα δε και το πλήθος των απολυμμένων και την ερήμωσιν των οικιών και την παντελή φθοράν αυτής και τον όλεθρον∙ και οίκτος αυτόν ευθύς εσήει και μετάμελος ου μικρός της απωλείας τε και διαρπαγής και δάκρυον αφήκε των οφθαλμών, και μέγα στενάξας τε και περιπαθείς, «οίαν, έφη, πόλιν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν εκδεδώκαμεν;» ούτως έπαθε την ψυχήν.
Πιο επίκαιρος, πιο επιγραμματικός, πιο σύγχρονος ο Στέφαν Τσβάϊχ ο μεγάλος αυτός συγγραφέας στο βιβλίο του (ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ), συγκινημένος από τα όσα έγιναν στην «καλλονή των πόλεων», στη βασιλεύουσα της τότε Οικουμένης, στην ένδοξη, εκλαμπρότατη, αγιοτάτη πόλη, κεραυνοβολεί εν κεραυνώ τους άρπαγες και δόλιους, οι οποίοι εβύθισαν στη «Ζωή εν τάφω» την Ιερουσαλήμ της Ορθοδοξίας. Το κείμενο αυτό πρέπει να κοσμεί, κάθε χρόνο τις ημέρες αυτές, τις στήλες του Ελληνικού Τύπου: Απολαύστε το.
ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ: Στέφαν Τσβάιχ (Οι Μεγάλες ώρες της Ανθρωπότητας)
«… Την άλλη μέρα (ο Μωάμεθ) βάζει εργάτες να εξαφανίσουν όλα τα σύμβολα της χριστιανικής πίστης. Καταστρέφουν το Ιερό, ασβεστώνουν τα πολύτιμα μωσαϊκά κι ο μεγάλος Σταυρός, που ήταν υψωμένος στην κορυφή του κεντρικού θόλου της Αγίας Σοφίας κι άπλωνε από χίλια χρόνια τα χέρια του για ν’ αγκαλιάσει όλη την παγκόσμια θλίψη, ρίχνεται κάτω με βαρύ γδούπο.
Ο κρότος αυτός αντηχεί φοβερά μέσα στον Ιερό Ναό κι έξω απ’ αυτόν, μακριά, στα πέρατα του κόσμου. Στην πτώση του αυτή, συνταράζεται όλη η Δύση. Η είδηση έχει ένα τεράστιο αντίκτυπο στη Ρώμη, στη Γένοβα, στη Βενετία, κι αντηχεί σα μουγκρητό κεραυνού που φοβερίζει τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η Ευρώπη τρέμοντας, τότε μόνο αναμετρά τον κίνδυνο. Βλέπει φανερά πως η ένοχη αδιαφορία της έφερε την εισβολή μιας καταστρεπτικής δύναμης που θα παραλύσει επί αιώνες ολόκληρους τις δικές της δυνάμεις.
Αλλά στην ιστορία, όπως και στη ζωή των ανθρώπων, καμιά λύση, ούτε μετάνοια δεν μπορεί να διορθώσει την απώλεια μιας μοιραίας στιγμής και χίλια χρόνια δεν εξαγοράζουν μιας ώρας απερισκεψία».
Στις μέρες μας η Γλύκατζη-Αρβελέρ, μια μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία, του Ευρωπαϊκού Πανθέου, αλλά και του διεθνούς, θα συνεχίσει το θρήνο της.
«Στην Πόλη μετά την άλωση».
Βασίλισσα χιλιόχρονη,
Σκλάβα τώρα αιώνια,
Στολίστηκες την ημισέληνο
και στου Βοσπόρου παίζεις τα νερά,
όταν του Μάη το ολόγεμο φεγγάρι,
το αερικό του πετρωμένου Βασιλιά κουφάρι
διώχνει απ’ την Αγιά Σοφιά τελώνια και δαιμόνια,
και μυστικά να προσκυνήσει αναζητά,
στην Χάλκη και στον Μαρμαρά,
στο Πέρα και στον Γαλατά,
στη Χώρα, στο Φανάρι,
τον τελευταίο τίμιο Σταυρό,
τον χρυσοποίκιλτο, τον λαμπερό,
που ο Άγγελος εξέχασε στον ουρανό να πάρει.
Δε θάθελα να μείνω στους θρήνους. Η πόλις ζει. Οι έποικοί της μας είπαν το 1956 με τους μεγάλους διωγμούς των Ελλήνων, ότι «τώρα πήραμε την πόλη» που εξαφανίσαμε τον Ελληνισμό της». Κάνουν λάθος. Η Ανατολή κι η Δύση γνωρίζει σε ποιους ανήκει. Συνέδρια σ’ όλον τον Πλανήτη, διακηρύσσουν την Ελληνικότητά της. Βυζαντινολόγοι σ’ όλη την οικουμένη μελετούν τον πολιτισμό της. Σοφοί του κόσμου αναλίσκονται με τα πνευματικά της δημιουργήματα. Ζει κι αντιστέκεται και δημιουργεί με την πάροδο των χρόνων ένα μεγάλο Βυζάντιο, παγκόσμιο, Οικουμενικό. Χιλιάδες τα κέντρα Βυζαντινών ερευνών σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του σημερινού κόσμου. Ζει γιατί έμεινε και μένει ορθή, δική μας, άπαρτη μέσα στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Το φως της Ιστορίας σταμάτησε στο λυκαυγές της 29ης Μαΐου στη Βασιλίδα του κόσμου. Δε θέλησε να χαρίσει στο αίσχος της ανήκουστης εκείνης σκλαβιάς, την χρυσή του δόξα.
Γιατί ήλιος ολόλαμπρος, χρυσός, θα χαιρετήσει μια μέρα το Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Μέχρι τότε, ως τη χρυσή ανατολή, το Έθνος θα βλέπει με καημό την πόλη και θα προσμένει με ελπίδα του ήλιου την Ανατολή. Ναι μ’ ελπίδα όπως την ακούσαμε από τα γεροντικά χείλη των παππούδων μας στο «Πάλι με χρόνια με καιρούς» κι όπως μας τη δίνει ο ποιητής με το παρακάτω ποίημα:
Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Εκ της συλλογής «Θρύλοι της πόλης» του Ν. Βασιλειάδη)
Στης πόλης τη
Χρυσόπορτα, στα θέμελα
του Κάστρου, κοιμάται ένας
νεκρός, που και νεκρός δεν είναι
Στο μυστικό λυχνάρι είδες
μια παράξενη μορφή, του
βασιλιά τη χάρη·
Ήτανε αντάρα και κακό,
η Πόλις έπεφτε στα τούρκικα
τα χέρια
Στου Ρωμανού το Κάστρο
ψυχομαχούσε ο Βασιλιάς και
πρόφθασε ο Άγγελος Κυρίου
τον πήρε και τον κοίμισε εδώ,
στην πόρτα τη Χρυσόπορτα.
Τον είδε; Ξαπλωμένος σ’
αργυρό κρεβάτι φορεί χλαμύδα
κεντημένη
στη μέση του φορεί ψηφιδωτό
ζωνάρι
και στο προσκέφαλο του έχει
κορώνα με σταυρό
στα πόδια του
κόκκινα πέδιλα φορεί,
στις κνήμες έχει κεντημένο τον
Δικέφαλο.
Στα δεξιά ασπίδα τρομερή.
Κι έχει σπαθί χωρίς θηκάρι
λόγος ακούσθηκε στη Γη
πως μιαν ημέρα θα ξυπνήσει
μην ήλθαν οι χρόνοι,
μην ήλθαν οι καιροί;
ΟΧΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΗΡΑΝ. ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΚΑΝΟΥΝ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΠΑΡΤΗ – ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΝΗΚΕΙ.