Μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα πανεπιστημιακά τμήματα στα τέλη του φετινού Ιουλίου ξέσπασε μία ζωηρή συζήτηση γύρω από τη σημαντική πτώση που κατέγραψαν για μία ακόμη χρονιά οι βάσεις εισαγωγής στα τμήματα της φιλοσοφικής Σχολής, δηλαδή στη Φιλολογία, το Ιστορικό Αρχαιολογικό και το Φιλοσοφικό Παιδαγωγικό.
Τα τμήματα αυτά δίνουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα για την εκπαίδευση, δηλαδή εντάσσονται στον αποκαλούμενο εκπαιδευτικό κλάδο ΠΕ02 (Φιλολόγων), αλλά διαφοροποιούνται σε κάποιο βαθμό σε άλλους επαγγελματικούς χώρους, όπως για παράδειγμα τα μουσεία και την αρχαιολογία, όπου προτεραιότητα έχουν οι απόφοιτοι του Ιστορικού – Αρχαιολογικού.
Οι περισσότεροι από όσους και όσες μπήκαν στη διαδικασία να σχολιάσουν και να αναλύσουν αυτό το γεγονός κινούνται επαγγελματικά στον χώρο της εκπαίδευσης ή έχουν σπουδάσει σε κάποιο από τα προαναφερόμενα τμήματα και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά και σε άλλους χώρους. Κάποιοι έγραψαν ότι η πτώση των βάσεων εισαγωγής στις φιλολογικές σχολές αποτελεί προάγγελο περαιτέρω πολιτισμικής υποβάθμισης, ενώ κάποιοι έγραψαν ότι επέρχεται η εξαφάνιση των φιλολόγων και ότι προβλέπεται ένα ζοφερό μέλλον!
Κάποιοι άλλοι, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να προδιαγράψουν ότι οι μελλοντικοί φιλόλογοι θα είναι απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου και ότι θα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα στην ήδη απαξιωμένη δημόσια εκπαίδευση από αυτά που ήδη αυτή έχει.
Θεωρώ ότι αυτή η έντονη παράθεση και προβολή τόσων αρνητικών συναισθημάτων και κρίσεων που κινούνται μεταξύ θλίψης, απογοήτευσης και οργής και τόσων απαξιωτικών χαρακτηρισμών δημιουργεί μία εντελώς λανθασμένη εικόνα τόσο σε όσους μαθητές και μαθήτριες βρίσκονται σε διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης για το ποια κατεύθυνση στο Λύκειο θα ακολουθήσουν – κάτι που θα επηρεάσει τις σπουδές τους-, όσο και σε αυτούς που έχουν κατασταλάξει στην κατεύθυνση και προβληματίζονται για το αν έκαναν σωστή ή λανθασμένη επιλογή. Η κατάσταση αυτή, επιπλέον, επηρεάζει και τους γονείς, οι οποίοι εκτός από το γεγονός ότι συνήθως έχουν τα δικά τους προβλήματα, καλούνται να βρουν λύσεις και για το επαγγελματικό μέλλον των παιδιών τους.
Και, επειδή οι περισσότεροι εξ αυτών δεν υπάγονται στα υψηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα που ούτως ή άλλως δεν έχουν ιδιαίτερο άγχος για τις σπουδές των γόνων τους, καθώς μπορούν να τα στείλουν με άνεση σε όποιο -ιδιωτικό ή κρατικό- πανεπιστήμιο του εξωτερικού και του εσωτερικού επιθυμούν, συνήθως έχουν περισσότερο άγχος από τα ίδια τους τα παιδιά, κάτι που ακούσια το μεταφέρουν σε αυτά, εντείνοντάς τους την ανησυχία και την αγωνία προς τον δρόμο για την επιτυχία.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όντως η πτώση των βάσεων εισαγωγής στις φιλολογικές σχολές θα αποτελέσει προάγγελο περαιτέρω πολιτισμικής υποβάθμισης και όντως η εξαφάνιση των φιλολόγων θα επιφέρει ένα ζοφερό μέλλον; Θεωρώ ότι αυτοί οι αφορισμοί, οι σύντομες απόψεις που διατυπώνονται με επιμονή αλλά χωρίς τις απαραίτητες αποδείξεις, δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και κυρίως θα είναι άδικο να επηρεάσουν αρνητικά τους μαθητές και τις μαθήτριες στην επιλογή των σπουδών τους.
Καταρχάς στην Αρχαία Ελλάδα, την περίοδο του Χρυσού Αιώνα του Περικλέους, που τόσο θαυμάζουμε και συνήθως διδάσκονται κείμενα στο σχολείο εκείνης της περιόδου είτε στο πρωτότυπο είτε σε νεοελληνική απόδοση, υπήρχαν φιλόλογοι με τη σημερινή έννοια; Ήταν η εκπαίδευση δημόσια; Δυστυχώς ή ευτυχώς, όχι! Οι γονείς που είχαν την οικονομική δυνατότητα πλήρωναν ιδιώτες δασκάλους για ανάγνωση και γραφή, για μουσική και γυμναστική για τα αγόρια και μόνο. Δεν υπήρχαν κρατικά σχολεία, ούτε κρατικά πανεπιστήμια, ούτε κρατική χρηματοδότηση για αυτά. Οι δε πιο φτωχοί πολίτες, οι μέτοικοι και οι δούλοι πολύ σπάνια είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση. Ο Περικλής προώθησε μεν τις τέχνες και τα γράμματα αλλά δεν θέσπισε κάποιο σύστημα δωρεάν εκπαίδευσης.
Παρόλα αυτά χρηματοδότησε θέατρα, θεμελίωσε λαμπρά οικοδομήματα και έκανε προγράμματα κοινωνικής πολιτικής, κάτι που άνοιξε σε κάποιους φτωχούς πολίτες την πρόσβαση σε κάποια πολιτιστικά αγαθά. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η κοινωνία της εποχής εκείνης παρά την έλλειψη δημόσιου συστήματος δωρεάν παιδείας, θεωρούσε τη μόρφωση πολύ σημαντική. Στην αρχαία Αθήνα δινόταν έμφαση στη ρητορική, τη φιλοσοφία, τη μουσική, τη γυμναστική και τις επιστήμες. Η τεχνολογία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται με έντονους ρυθμούς. Αυτό ώθησε πολλούς αρχαίους αθηναίους αλλά και άλλους Έλληνες να επιδιώκουν να σπουδάσουν κοντά σε φιλοσόφους και σοφιστές. Η αδιανόητη άνθιση των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών του Χρυσού αιώνα του Περικλέους ήταν όμως αποτέλεσμα της ύπαρξης ή μη δασκάλων και φιλολόγων;
Η πολιτισμική παρακμή και υποβάθμιση που επήλθε τους μεταγενέστερους αιώνες ήταν αποτέλεσμα της εξαφάνισης των φιλολόγων ή της πτώσης των βάσεων εισαγωγής στα φιλολογικά τμήματα; Το ζοφερό μέλλον της πτώσης του ελληνιστικού κόσμου και της ανόδου της ρωμαϊκής ηγεμονίας που έζησαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν αποτέλεσμα της εξαφάνισης των φιλολόγων; Το αντίθετο συνέβαινε, γιατί κατά την ελληνιστική περίοδο εμφανίστηκαν οι φιλόλογοι με τη σημερινή έννοια και υπήρχε αύξηση της συνεισφοράς τους στα γράμματα. Ουσιαστικά η φιλολογία εδραιώθηκε στα ελληνιστικά χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, που ήταν λαμπρός φιλόλογος και ποιητής. Προφανώς το φαινόμενο της ακμής και της παρακμής ενός πολιτισμού είναι πιο πολύπλοκο και δεν σχετίζεται με την ανάπτυξη ή τη συρρίκνωση μόνο ενός επαγγελματικού κλάδου.
Κατά δεύτερον, σχετικά με την περίπτωση να δημιουργηθεί ένας μελλοντικός αριθμός φιλολόγων με χαμηλό επίπεδο, γιατί θα εισαχθούν με χαμηλά μόρια στα τμήματα των φιλοσοφικών σχολών, πρέπει να τονιστεί ότι το επιχείρημα αυτό αδικεί τα ελληνικά πανεπιστήμια και το διδακτικό προσωπικό που τα καθοδηγεί. Αφενός απαξιώνει το ελληνικό πανεπιστήμιο εν γένει, γιατί θεωρεί ότι οι νέοι φοιτητές και οι νέες φοιτήτριες θα περάσουν τα μαθήματα με συνοπτικές διαδικασίες και δεν θα πάρουν πτυχίο με άξιο τρόπο και αφετέρου αμφισβητεί την κρίση των διδασκόντων των πανεπιστημίων, οι οποίοι στο παρελθόν ήταν σωστοί και ακριβοδίκαιοι αλλά τώρα θα αναγκαστούν να ρίξουν το επίπεδό τους για να κρατήσουν τη θέση τους στα πανεπιστήμια και δεν θα «αναγκάσουν» τους μελλοντικούς φοιτητές και φοιτήτριες να μοχθήσουν, για να πάρουν το πτυχίο τους.
Νομίζω ότι όσοι και όσες ασκούν τέτοια κριτική είτε εξιδανικεύουν το παρελθόν είτε προσπαθούν να αποδείξουν τη δική τους αξία στο σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι ναι μεν το πανεπιστήμιο δίνει την απαραίτητη επιστημονική καθοδήγηση και κατεύθυνση, αλλά ο κάθε απόφοιτος από οποιοδήποτε τμήμα πρέπει να δώσει τον δικό του αγώνα για να γίνεται καλύτερος με το πέρασμα του χρόνου.
Κατά τρίτον, οι βάσεις εισαγωγής επηρεάζονται από την πληθώρα των τμημάτων και τον αριθμό των υποψηφίων. Στην Ελλάδα συνέβη το εξής παράδοξο: την περίοδο των δεκαετιών του 80 και του 90 που οι υποψήφιοι κατά έτος που επεδίωκαν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έφταναν έως και τις 170000 χιλιάδες, δεν υπήρχε αρκετός αριθμός τμημάτων για να καλύψει τη ζήτηση. Την ίδια περίοδο οι σπουδές στο εξωτερικό αποτελούσαν πιο πολύπλοκη διαδικασία. Παρόλα αυτά όμως χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες πήγαν στο εξωτερικό. Όσοι υποψήφιοι φοιτητές είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια κατευθύνονταν στη Βρετανία και την Ιταλία, όσοι γονείς είχαν χαμηλότερα οικογενειακά εισοδήματα κατεύθυναν τα παιδιά τους στη Σερβία και τη Βουλγαρία συνήθως. Όλοι ανεξαιρέτως όμως προσπαθούσαν -και κάποιοι τα κατάφερναν- να φέρουν τα παιδιά τους με μετεγγραφή στην Ελλάδα, σε βάρος προφανώς των υπολοίπων μαθητών που είχαν μοχθήσει, για να εισαχθούν εξαρχής σε ελληνικό πανεπιστημιακό τμήμα.
Όταν η πολιτεία αποφάσισε να αυξήσει τον αριθμό των πανεπιστημιακών τμημάτων για να μειώσει τη διαρροή φοιτητών στο εξωτερικό ήταν κάπως αργά, γιατί ξεκίνησε η έντονη υπογεννητικότητα, η οποία στις μέρες μας τείνει να λάβει καταστροφικές διαστάσεις και λίγο αργότερα η οικονομική κρίση του 2008. Η οικονομική κρίση ώθησε χιλιάδες Έλληνες να φύγουν στο εξωτερικό και η υπογεννητικότητα μείωσε σημαντικά τον αριθμό των μαθητών στα σχολεία, έστω και αν καλύφθηκε μερικώς το έλλειμμα με παιδιά αλλοδαπών μεταναστών. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Φιλολογίας Κομοτηνής που ξεκίνησε τη λειτουργία το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996 και το αντίστοιχο της Καλαμάτας που ξεκίνησε τη λειτουργία το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006. Επίσης το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Καλαμάτας ξεκίνησε τη λειτουργία του το ακαδημαϊκό έτος 2003-2004. Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα τμήματα που ιδρύθηκαν μετά το 2000 αλλά η ουσία είναι ότι ιδρύθηκαν αρκετά χρόνια μετά το μεγάλο κύμα των χιλιάδων φοιτητών των δεκαετιών του 80 και 90 που έφυγαν στο εξωτερικό και μετά την σημαντική υποχώρηση των γεννήσεων. Στην πραγματικότητα στην παρούσα χρονική συγκυρία υπάρχει πλεόνασμα πανεπιστημιακών τμημάτων, κάτι που είναι αποτέλεσμα επίσης πολιτικών αποφάσεων.
Κατά τέταρτον, η οικονομική κρίση του 2008, η καταστροφική πολιτική των μνημονίων των ελλαδικών κυβερνήσεων και η υπέρμετρη ανάπτυξη του τουρισμού δημιούργησαν μεγάλες αλλαγές και στον τρόπο ζωής και στον τρόπο σκέψης των νέων Ελλήνων και Ελληνίδων. Η μεγάλη οικονομική κρίση και η συνακόλουθη μνημονιακή εποχή των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και αδιεξόδων ώθησε μεγάλο αριθμό νέων στο δίλημμα ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη. Επιθυμία που σχετίζεται με το τι πραγματικά θέλουν να σπουδάσουν και την ανάγκη της γρήγορης επαγγελματικής αποκατάστασης.
Βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν είναι καινούριο, αλλά εντάθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα παιδαγωγικά τμήμα των δασκάλων, στα οποία οι βάσεις εισαγωγής στις δεκαετίες του 90 και του 2000 ήταν σχετικά χαμηλές, γιατί ένας μεγάλος αριθμός αποφοίτων από τη Σερβία και άλλες χώρες είχαν προκαλέσει κορεσμό στο σύστημα επετηρίδας, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αδιόριστοι δάσκαλοι που περίμεναν πάνω από δέκα χρόνια για να βρουν κενή θέση στην εκπαίδευση. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην δηλώνονται πολλά παιδαγωγικά τμήματα στο μηχανογραφικό και συνέβαινε για αρκετά χρόνια να λειτουργούν παιδαγωγικά τμήματα μόνο με 20-25 φοιτητές κατ’ έτος. Όταν όμως ιδρύθηκαν τα ολοήμερα τμήματα στα δημοτικά σχολεία και απορροφήθηκε μεγάλος αριθμός δασκάλων, συνέβη το αντίθετο: χιλιάδες νέοι έσπευδαν να δηλώσουν στις πρώτες επιλογές τους τα παιδαγωγικά τμήματα δασκάλων και χιλιάδες απόφοιτοι άλλων πανεπιστημιακών τμημάτων έσπευδαν να δώσουν κατατακτήριες, για να γίνουν δάσκαλοι και να διοριστούν σύντομα. Το εντελώς αντίθετο συνέβαινε με τα τμήματα των φιλοσοφικών σχολών. Είχαν υψηλές βάσεις εισαγωγής τις δεκαετίες από το 80 έως και των αρχών του 2000, γιατί πολλοί από τους υποψήφιους φοιτητές προτιμούσαν να εργάζονται έστω και σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης από το να μένουν άνεργοι.
Το ίδιο συμβαίνει και αυτή την περίοδο με τα τμήματα ψυχολογίας που γνωρίζουν άνθηση, διότι υπάρχει απορρόφηση των αποφοίτων σε σχολικές μονάδες, αλλά και γιατί μειώθηκε η πνευματικότητα και η θρησκευτική πίστη σε μεγάλο αριθμό Ελλήνων και Ελληνίδων και αναπτύχθηκε ένα υπαρξιακό κενό, το οποίο πλέον καλύπτεται με επισκέψεις σε ψυχολόγους. Αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς μεταφράζεται σε χρήμα για τον συγκεκριμένο κλάδο και δημιουργεί προϋποθέσεις για μελλοντική υψηλή ζήτηση των πανεπιστημιακών τμημάτων ψυχολογίας από το σημερινό μαθητικό δυναμικό. Άλλα παραδείγματα αποτελούν τα τμήματα αξιωματικών αστυνομίας, τα οποία έχουν υψηλά μόρια, γιατί υπόσχονται γρήγορη αποκατάσταση και πολύ υψηλό μισθό και τα ιατρικά και παραϊατρικά τμήματα που κι αυτά έχουν υψηλή απορρόφηση στην αγορά εργασίας και υψηλές απολαβές για σημαντικό αριθμό αποφοίτων αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις οι σπουδές γύρω από επαγγέλματα που σχετίζονται με τον τουρισμό.
Κατά πέμπτο, η πτώση των βάσεων εισαγωγής στα τμήματα της φιλοσοφικής σχολής αλλά και άλλων σχολών και τμημάτων δεν οφείλεται στην αξία ή μη των μορφωτικών αγαθών που παρέχουν αυτές οι σχολές και τμήματα αλλά στην αδηφάγο αγορά εργασίας, στην ευμετάβλητη και καιροσκοπική αντίληψη που διέπει πολλούς Έλληνες και Ελληνίδες αλλά και στη σκληρή κοινωνικοοικονομική πολιτική που ασκούν εδώ και πολλά χρόνια οι ελλαδικές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν λειτουργούν με σχέδιο και δεν κάνουν τις αναγκαίες προσαρμογές εγκαίρως αλλά ετεροχρονισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα τμήματα της Θεολογικής Σχολής.
Είναι εξαιρετικά τμήματα, με εξαιρετικούς/ες διδάσκοντες/ουσες αλλά πολιτικές αποφάσεις επηρέασαν τις βάσεις εισαγωγής σε αυτά εδώ και πολλά χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συνεχής μείωση των διδασκομένων ωρών του μαθήματος των θρησκευτικών που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια τόσο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσο και στη δευτεροβάθμια. Η μείωση αυτή επηρεάζει καταφανώς και τους διορισμούς των θεολόγων και κάνει το επάγγελμα απωθητικό στα μάτια των νέων, ενώ δεν θα έπρεπε. Οι βάσεις εισαγωγής, λοιπόν, δεν σχετίζονται με την αξία του επιστημονικού πεδίου. Η πτώση των βάσεων εισαγωγής σε πολλά τμήματα ούτε καταστροφικές συνέπειες θα έχει ούτε θα επιφέρει ζοφερό μέλλον στη χώρα ούτε θα έχει πολιτισμικές συνέπειες αρνητικές ούτε θα οδηγήσει σε αποφοίτους που θα είναι χαμηλής αξίας.
Η πτώση αυτή έχει πολλά αίτια, είναι σύνθετη και πολύπλευρη.
Κατά έκτο, θεωρώ ότι για τους μαθητές και τις μαθήτριες που είναι ακόμη στο Γυμνάσιο ή ξεκινούν το Λύκειο πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας, του σχολείου και των εκπαιδευτικών, από τους γονείς τους και από τα ίδια τα παιδιά στο να υπάρχει κατάλληλη προετοιμασία για τη λήψη σωστής απόφασης γύρω από τον κατάλληλο επαγγελματικό προσανατολισμό, που να στηρίζεται σε μία ισορροπία ανάμεσα στις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες του κάθε παιδιού από τη μία πλευρά αλλά και στις πραγματικές δυνατότητες και κλίσεις του από την άλλη πλευρά.
Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χρονικής περιόδου που ο κάθε υποψήφιος θα ενταχθεί στον στίβο εργασίας, με όσο το δυνατόν μία πιο εμπεριστατωμένη πρόβλεψη για το μέλλον. Για παράδειγμα ένας/μία μαθητής/τρια πρέπει να λάβει υπόψη του ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν συνολικά 22 τμήματα στις Φιλοσοφικές Σχολές της Ελλάδας, τα οποία σχεδόν δίνουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα και δέχονται περίπου 3500 εισακτέους κατ’ έτος. Αυτό σημαίνει ότι ανά δεκαετία περίπου πάνω από 30000 χιλιάδες απόφοιτοι εντάσσονται στην αγορά εργασίας, ένας αριθμός που είναι ιδιαίτερα μεγάλος για αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποθαρρυνθεί ένας νέος ή μία νέα από το να σπουδάσει σε ένα τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής αλλά είναι σημαντικό να μελετήσει πώς θα ενταχθεί με καλύτερα ή διαφοροποιημένα εφόδια στην αγορά εργασίας και ότι μπορεί να χρειαστεί να κάνει κάτι διαφορετικό μέχρι να πετύχει τον επαγγελματικό στόχο.
Κατά έβδομο, οι πτυχιούχοι των τμημάτων Φιλολογίας, Φιλοσοφίας, Ιστορίας και Αρχαιολογίας και των συναφών τμημάτων έχουν καταρχάς τη δυνατότητα να εργαστούν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπου μπορούν να διδάξουν φιλολογικά και άλλα σχετικά μαθήματα. Κατά δεύτερον μπορούν πολλοί απόφοιτοι να στραφούν με επιτυχία σε άλλες επαγγελματικές επιλογές. Αυτές μπορεί να αφορούν τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ή ως ξένης γλώσσας, μιας και υπάρχει υψηλή ζήτηση για τουριστικές επενδύσεις, χρυσή βίζα, παραμονή στην Ελλάδα και την Κύπρο ψηφιακών νομάδων, συνταξιούχων από ξένες χώρες κ.α. Επίσης μπορούν να εργαστούν στη διαχείριση πολιτιστικών αγαθών, τη δημοσιογραφία, τη συγγραφή αλλά και την επιμέλεια εκδόσεων, με βάση τις δεξιότητες που έχουν αποκτήσει στη διάρκεια των σπουδών τους. Δεν πρέπει να αποκλείουν πολλοί απόφοιτοι και μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και τη διδασκαλία σε ελληνικά και ξένα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είτε σε εξειδικευμένα κέντρα ιστορικής έρευνας και παραγωγής γνώσης, όπως γενικά αρχεία, ερευνητικά κέντρα, βιβλιοθήκες, μουσεία του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Οι αφορισμοί, οι εύκολες κρίσεις και η αποθάρρυνση δεν είναι καλός οδηγός για τους νέους και τις νέες. Η ψυχραιμία, η εμβρίθεια και αναζήτηση με κατάλληλο τρόπο αιτίων και αποτελεσμάτων μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές και τις μαθήτριες που θα αποτελέσουν το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας να πετύχουν τους επαγγελματικούς στόχους με τις λιγότερες απώλειες σε χρήμα, κόπο και χρόνο. Πάντως, αυτό που είναι πολύ πιο πιθανό είναι ότι μία πρόσκαιρη πτώση των βάσεων εισαγωγής στα τμήματα των φιλοσοφικών σχολών, δεν θα φέρει την καταστροφή της χώρας ούτε οι μελλοντικοί φιλόλογοι θα είναι κατώτερης ποιότητας από τους φιλολόγους του παρελθόντος.
Με εκτίμηση
Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Δάσκαλος – Φιλόλογος
Διπλ. Συμβουλευτική και Προσανατολισμό























