Μάιος του 1936 και η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη επαναστατημένη. Απεργιακός αναβρασμός που αναπαρίσταται με κάθε λεπτομέρεια στην ταινία του Παύλου Τάσιου «Το εργοστάσιο».

Η μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών, των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω»;
Κάποιος φωτογραφίζει το νεκρό και την μάνα να μοιρολογεί. Η φωτογραφία δημοσιεύεται 10 Μαΐου στον «Ριζοσπάστη». Ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει την φωτογραφία, εμπνέεται και γράφει 14 ποιήματα με τον θρήνο της μάνας. Στις 11 Μαΐου που γίνεται η κηδεία των νεκρών, στέλνει τρία από τα 14 ποιήματα στον «Ριζοσπάστη» και τα οποία δημοσιεύονται την επομένη με τον τίτλο «Μοιρολόι». Τον επόμενο μήνα θα κυκλοφορήσει από τον «Ρ» σε 10.000 αντίτυπα ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου και το εξώφυλλο του βιβλίου έχει ξυλόγλυπτη εικονογράφηση του χαράκτη Λυδάκη.
«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι
Γιέ μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε…».
Οι στίχοι του ποιήματος έγιναν λαϊκό τραγούδι, μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1960 ηχογραφήθηκαν οι μελοποιημένοι στίχοι στην Αθήνα, παρουσία του συνθέτη.
Διαμαντής Θ. Βαχτσιαβάνος























