Η Δήμητρα, μια πανάξια φιλόλογος, συγγραφέας και εκδότρια -για να αναφερθώ σε μερικές μόνο από τις ιδιότητές της- μεταφέρει και μεταλαμπαδεύει με το βιβλίο αυτό τις γνώσεις και το μεράκι της πάνω στη δημιουργική γραφή και προσφέρει ένα έργο περιεκτικό και απόλυτα χρήσιμο σε μαθητές (δημοτικού και όχι μόνο), γονείς και εκπαιδευτικούς. Θα επιχειρήσω να παρουσιάσω το βιβλίο, από τη δική μου οπτική γωνία. Είμαι καθηγήτρια σε Λύκειο εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια και μητέρα δύο παιδιών σχολικής ηλικίας και βιώνω εκ των έσω την αγωνία και την ανάγκη των μαθητών να γράψουν καλά, να εκφραστούν σωστά, να πάρουν καλό βαθμό στην Έκθεση, να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε κάθε περίσταση γραπτής επικοινωνίας.
Η δεξιότητα της ομιλίας είναι έμφυτη. Ο N. Chomsky ισχυρίζεται ότι γεννιόμαστε με έμφυτες, μη ταξινομημένες αλλά υπαρκτές, γνώσεις Γραμματικής και Συντακτικού, χάρη στις οποίες μαθαίνουμε σχετικά εύκολα και αυθόρμητα να μιλάμε τη μητρική μας γλώσσα, αρκεί να έχουμε εκτεθεί σε γλωσσικό περιβάλλον. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με την γραφή. Η γραφή αποτελεί μια δεξιότητα την οποία κάποιος πρέπει να μας διδάξει. Στις σύγχρονες κοινωνίες τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει με μεθοδικότητα η εκπαίδευση, το σχολείο. Το γράψιμο αποτελεί μια σημαντική κατάκτηση του παιδιού. Με τις λέξεις γραφή ή γράψιμο εδώ αναφερόμαστε σε μια βαθμίδα πάνω από την αντιγραφή, στην ικανότητα να παράγει κάποιος γραπτώς δικό του λόγο. Προεκτείνοντας λίγο την περίφημη ρήση του Wittgenstein “ Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου”, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα όρια του κόσμου μας εκτείνονται σε ό,τι μπορούμε να αντιληφθούμε, να κατανοήσουμε, να αξιολογήσουμε, να εκτιμήσουμε και, στη συνέχεια, να εξηγήσουμε και να μεταδώσουμε στους άλλους. Δηλαδή: Να γράψουμε. Από την κατανόηση οδηγούμαστε στην προσωπική μας μαρτυρία (γραφή) και αυτό το δίπολο “κατανόηση γραπτού λόγου -παραγωγή γραπτού λόγοι” είναι κεντρικότατο σε όλη τη σχολική/ακαδημαϊκή μας ζωή – και ίσως όχι μόνο στο μάθημα της Γλώσσας.
Να διευκρινιστεί σ΄ αυτό το σημείο ότι η γραφή δεν προϋποθέτει κάποιο ταλέντο ή χάρισμα, τουλάχιστον όχι σε μεγαλύτερο βαθμό από το ταλέντο που χρειάζεται κανείς για να ασχοληθεί με ένα άθλημα ή με ένα μουσικό όργανο. Χωρίς να παραγνωρίζεται μια ενδεχόμενη έμφυτη κλίση πάνω στη γραφή, είναι ωστόσο ένα αντικείμενο το οποίο μπορεί να διδαχθεί και να καλλιεργηθεί. Ένα αντικείμενο με αρχή, μέση και συνέχεια. (Τέλος δεν υπάρχει, το γράψιμό μας μπορεί να βελτιώνεται εσαεί, διά βίου). Με το γράψιμό συμβαίνει επίσης αυτό που συμβαίνει σε οτιδήποτε χρειάζεται προπόνηση: Δηλαδή, όσο περισσότερο προπονείσαι και εξασκείσαι, τόσο καλύτερος γίνεσαι. Είτε μιλάμε για ποδόσφαιρο είτε για βιολί είτε για το γράψιμο, η εξάσκηση είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα επιφέρει βελτίωση.
Για να παραμείνω λίγο ακόμη στην ίδια αναλογία, όπως ακριβώς στο αντικείμενο της προπόνησης απαιτείται να γνωρίζει κανείς καλά την τεχνική, έτσι και στην περίπτωση του γράφειν, κάποιος οφείλει να του διδάξει την τεχνική, δηλαδή το σύνολο των κανόνων που θα πρέπει να ακολουθήσει για να γράψει σωστά. Υπάρχουν, εννοείται, διαπρεπείς συγγραφείς, οι οποίοι “σπάζουν”, “καταργούν” κανόνες και επανιδρύουν δικούς τους, αλλά δεν είναι και δεν πρέπει να είναι έτσι τα πράγματα με τους μαθητές. -Λίγο περισσότερο τώρα, επειδή πέρα από το “γράφω σωστά” υπάρχει το “γράφω σωστά και όμορφα”, η δημιουργική γραφή έχει ως στόχο να διευρύνει και να καλλιεργήσει τη φαντασία και τη συνολική αισθητική του παιδιού, ώστε να είναι σε θέση να αποτυπώνει κάθε πτυχή του κόσμου, όπως τον παρατηρεί και όπως τον εκλαμβάνει.
Το βιβλίο της Δήμητρας Καραγιάννη κινείται με επιτυχία και προς τις δύο κατευθύνσεις, οι οποίες, επαναλαμβάνω, είναι το να μπορεί να γράψει το παιδί σωστά και το να μπορεί να γράψει σωστά και όμορφα.
Ως προς το πρώτο, ήδη από την αρχή αρχή του βιβλίου, συναντάμε λίστες με θεωρία, η πρώτη πχ τιτλοφορείται τι προσέχω όταν γράφω, η δεύτερη τι είναι παράγραφος. Απλές και κατανοητές συμβουλές-παραινέσεις προς το παιδί και ένα βασικό θεωρητικό πλαίσιο, με το οποίο όσο νωρίτερα εξοικειωθεί κανείς, τόσο το καλύτερο. Ενώ ίσως φαίνονται αυτονόητα και αυταπόδεικτα κάποια πράγματα, όπως πχ η συμβουλή “δεν ξεχνώ τους τόνους” ή “χρησιμοποιώ πολλές και ωραίες λέξεις”, δεν είναι ωστόσο υπερβολή να λέγονται και να ξαναλέγονται μέχρι τη στιγμή που το παιδί θα τα εμπεδώσει. (είναι ιδανικό και είναι μεγάλο κέρδος χρόνου και κόπου να τα εμπεδώσει ήδη από το δημοτικό).
Ανάλογη θεωρία, δοσμένη με ευσύνοπτο, εύληπτο και ελκυστικό τρόπο υπάρχει διάσπαρτη σε πολλά κεφάλαια του βιβλίου. Συνεπώς, το παιδί έχει τη δυνατότητα να μάθει (ή να ξαναθυμηθεί, που έχει κι αυτό μεγάλη αξία) τις κλίσεις (ουσιαστικών, ρημάτων…), τη θεωρία της περιγραφής και της αφήγησης, τα δομικά μέρη της παραγράφου, τα τρία μέρη της Έκθεσης, αλλά και θεωρία λογοτεχνίας (τι είναι πεζογραφία, τι είναι ποίηση, τι είναι στην ποίηση στίχος, τι είναι στροφή, τι είναι ομοιοκαταληξία κ.λπ.) ή πώς διαφοροποιούμε τον λόγο μας ανάλογα με την περίσταση της επικοινωνίας, πώς γράφουμε για παράδειγμα μια επιστολή, ένα ημερολόγιο, μια δημοσιογραφική είδηση κλπ.
Η συγγραφέας του βιβλίου γνωρίζει πολύ καλά πώς είναι από αναπτυξιακή και ψυχοσυναισθηματική άποψη τα παιδιά του δημοτικού και λαμβάνει υπόψη τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους. Για παράδειγμα, γνωρίζει την αγάπη των παιδιών στη ζωγραφική και την αξιοποιεί. Έτσι, ενώ ο αμετακίνητος στόχος παραμένει πάντα η γραφή, μπορεί να ζητηθεί η αρωγή και η συνεργασία της ζωγραφικής, πχ αν μιλάμε για τον Μικρό Πρίγκιπα, το παιδί καλείται και να γράψει γι΄ αυτόν και να τον ζωγραφίσει. Έτσι, ακόμα κι αν ένα παιδί νιώσει αρχικά δυσφορία ή δυσκολία με την γραπτή έκφραση, θα έχει την ικανοποίηση ότι μπόρεσε να αποδώσει εικαστικά αυτό που σκέφτεται. Μέχρι βέβαια να κατακτήσει αυτό που επιδιώκουμε, δηλαδή το σκέφτομαι και ζωγραφίζω/τραγουδάω/χορεύω και γράφω. Εντέλει: Σκέφτομαι και γράφω.
Συναρπαστική εμπειρία θεωρώ ότι προσφέρει το βιβλίο στο αισθητικό -καλλιτεχνικό κομμάτι. Καταρχάς, είναι εμπλουτισμένο με μια πλούσια ανθολογία κειμένων καταξιωμένων συγγραφέων. Τα αποσπάσματα που επιλέχθηκαν προσφέρουν αναγνωστική απόλαυση και , σαν οδοδείκτες, δείχνουν στο παιδί τι σημαίνει καλή γραφή. Το παιδί θα διαβάσει αποσπάσματα από Σεφέρη, Σολωμό, Καβάφη, Παλαμά, Σαίξπηρ, Θερβάντες, τους τρεις τραγικούς μας και θα ενθαρρυνθεί να διαβάσει περισσότερο. Στο βιβλίο πραγματώνεται ουσιαστικά η φράση του Guy Debord “για να ξέρεις να γράφεις, πρέπει να έχεις διαβάσει και για να ξέρεις να διαβάζεις, πρέπει να έχεις ζήσει.”. Εντελώς μακριά από την αλαζονεία του “ξέρω να γράφω, δεν έχω ανάγκη το διάβασμα”, το παιδί μαθαίνει να εκτιμά και να απολαμβάνει την καλή γραφή . Το παιδί παρακινείται να γίνει πρώτα ένας καλός αναγνώστης και στη συνέχεια κάποιος που μπορεί να γράφει προσεγμένα, όχι επιτηδευμένα, όχι ξύλινα, αναπτύσσοντας το ιδιαίτερο ύφος του.
Εκτός από τους λογοτέχνες, μέσα στο βιβλίο παρελαύνει μια πλειάδα άλλων καλλιτεχνών, όπως μουσικοί, φωτογράφοι ή ζωγράφοι. Αυτή η ολιστική προσέγγιση της γραφής που συγγενεύει ή συνεργάζεται αρμονικά με κάθε άλλη τέχνη είναι μια ευεργετική εμπειρία. Μέσα στο βιβλίο λοιπόν υπάρχουν έργα του Θεοτοκόπουλου, του Μονέ, του Μουνκ, του Νταβίντσι, του Γιώργου Σταθόπουλου, του Γ. Κόλα ή του Κώστα Ντιό ή φωτογραφίες του Χρήστου Λαμπριανίδη. Μέσα στο βιβλίο “ακούγεται” η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη, του Τσαϊκόφσκι και οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου.
Το βιβλίο προάγει τον προβληματισμό και την αυτενέργεια του παιδιού. Του δίνει αφορμές να στοχαστεί και να προσεγγίσει διάφορα θέματα με τον τρόπο του.
Το βιβλίο ούτε υποκαθιστά ούτε αντικαθιστά τη δουλειά που θα κάνει ο δάσκαλος ή η δασκάλα μέσα στη σχολική τάξη. Έρχεται να την συμπληρώσει. Έρχεται να βοηθήσει τον εκπαιδευτικό της Πρωτοβάθμιας που θα ήθελε περισσότερο υλικό από αυτό που του παρέχουν τα σχολικά εγχειρίδια. Στον εκπαιδευτικό της Β΄ θμιας το βιβλίο δίνει δημιουργικές ιδέες. Συμπληρώνει επίσης και διευκολύνει τον γονιό που παλεύει να βοηθήσει το παιδί του στο γράψιμο, είτε είναι ο ίδιος έμπειρος είτε όχι. Είναι εύχρηστο βιβλίο , δομημένο σε 32 ενότητες. Αν διδαχθεί συστηματικά, κάθε ενότητα θα μπορούσε να υλοποιείται σε διάστημα μιας εβδομάδας. Στην περίπτωση αυτή, ένα παιδί θα μπορούσε να διατρέξει όλο το βιβλίο μέσα σε περίπου 8 μήνες. Οι ενότητες μπορούν να προχωρούν με τη σειρά, είναι όμως προτιμότερο να ακολουθούν τη γενικότερη κοινωνική και θρησκευτική ζωή. Για τον σκοπό αυτό, υπάρχουν και οχτώ εποχιακές ενότητες, είναι οι 4 εποχές, τα Χριστούγεννα, οι Αποκριές, η 25η Μαρτίου και το Πάσχα.
Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε ένα παιδί μόνο του (χωρίς γονέα ή δάσκαλο) να χαρεί και να επωφεληθεί από το βιβλίο και νομίζω πως ναι. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο αυτό είναι κι ένα πολύ ωραίο δώρο σε γνωστά μας παιδιά , χωρίς να δημιουργεί υποχρεώσεις στους γονείς.
Η λειτουργικότητα του βιβλίου ωστόσο είναι πολύ μεγαλύτερη, εάν υπάρξει σωστή καθοδήγηση, μέσα σε ένα τμήμα δημιουργικής γραφής ή μέσα στη σχολική τάξη με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού ή με έναν φιλομαθή γονιό που μπορεί να αφιερώσει κάποιο χρόνο.
Τελικά, έχει ακόμη, στο 2023 νόημα να αγωνιζόμαστε για τη γραφή ή μήπως είμαστε οι τελευταίοι ρομαντικοί; Είναι αλήθεια πως με την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία έχει ήδη τη δυνατότητα να παράγει αξιόλογα κείμενα, το ωραίο γράψιμο φαντάζει μια πολυτέλεια. Ωστόσο, οι άνθρωποι θα συνεχίσουμε να έχουμε την ανάγκη να εκφράζουμε αυτό που σκεφτόμαστε και αυτό που αισθανόμαστε με τον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. Η τεχνολογία εξελίσσεται με τους ρυθμούς της, η ανθρώπινη φύση όμως παραμένει ίδια , τα ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο είναι διαχρονικά και η γραπτή αποτύπωση με ορθή χρήση της γλώσσας, με καλλιέπεια και με σύγχρονο προβληματισμό εξακολουθεί να είναι μια αναγκαιότητα. Στα σύγχρονα παιδιά, παιδιά μεγαλωμένα με την εικόνα, με το κινητό, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι όχι απλώς χρήσιμο, είναι επιτακτική ανάγκη να προσφέρει κανείς ένα βιβλίο που θα τους ανοίξει διάπλατα ένα παράθυρο στην έκφραση. Νομίζω πως θα μας ευγνωμονούν γι΄ αυτό.
Γράφει η Δέσποινα Ιωαννίδου























