Έγκλημα είναι κατά τον ορισμό του Ποινικού Δικαίου “πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο”.
Του Κων/νου Τζέκη
Το έγκλημα είναι η κεντρική έννοια του Ποινικού Δικαίου. Τα στοιχεία της έννοιας του εγκλήματος, όπως προκύπτουν από αυτόν τον ορισμό, είναι:
- Πράξη η παράλειψη (ενέργεια): Η πράξη οφείλει να είναι ανθρώπινη, εμφορούμενη από την συνείδηση και εξωτερική. Συνεπώς, στον ορισμό της πράξης δεν εμπίπτει η ενέργεια/παράλειψη ζώου, η αντανακλαστική αντίδραση (την ώρα που οδηγώ, μπαίνει ένα έντομο στο μάτι μου και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου, προκαλώ θανατηφόρο τροχαίο), ούτε και η πράξη την ώρα της απαλοιφής της συνείδησης (σε πλήρη μέθη). Ο νόμος ωστόσο μέσα από τον ποινικό κώδικα, με άλλες διατάξεις, έχει φροντίσει να ποινικοποιήσει το αποτέλεσμα αυτών των πράξεων σε προγενέστερο βαθμό (ευθύνη ιδιοκτήτη άγριων ζώων, έγκλημα σε υπαίτια μέθη και ευθύνη κατά την ανάληψη επικίνδυνης πράξης).2. Άδικη. Να είναι αντίθετη με τα ήθη και αντικοινωνική. Καταλογιστή. 3. Ο δράστης να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του. (Να γνωρίζει τι κάνει)/
Τα εγκλήματα ανάλογα με τη βαρύτητα της ποινής διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα. Πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία εγκλημάτων που ονομάζονταν πταίσματα.
Η λέξη «εγκληματικότητα» γεννά ανασφάλεια και φόβο σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και οδηγεί συχνά τα μέλη της κοινωνίας να υποστηρίζουν προγράμματα αυστηρότερης καταστολής για το σύνολο των πράξεων που οριοθετούνται ως εγκλήματα. Για ένα νομικό το έγκλημα είναι η παράβαση ενός κανόνα του Ποινικού Δικαίου. Για έναν κοινωνιολόγο όμως αυτός ο ορισμός δεν είναι αρκετός. Το έγκλημα είναι για τον κοινωνιολόγο μια κοινωνική κατασκευή, αντιπροσωπεύει μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από ένα κοινωνικό σύνολο ως αντικοινωνική, αντίθετη προς την επικρατούσα ηθική, και συνεπάγεται τιμωρία και ποινές Συνιστά το έγκλημα κοινωνική καρικατούρα στο βαθμό που ο ορισμός μιας συμπεριφοράς ως αντικοινωνικής ποικίλλει ανάλογα με την κοινωνία και την ιστορική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι πώς παράγεται αυτός ο αρνητικός χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως αντικοινωνικής και εγκληματικής. Σύμφωνα με τη σχολή του φυσικού δικαίου, υπάρχουν μερικοί νόμοι «αιώνιοι» και «άγραφοι», οι οποίοι ίσχυαν ανέκαθεν, δηλαδή πριν τους καθιερώσει κάποιος νομοθέτης. Πρόκειται για νόμους που καταδικάζουν συμπεριφορές οι οποίες προκαλούν αρνητικές κρίσεις και καταδικάζονται από όλες τις κοινωνίες σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου γένους (όπως για παράδειγμα η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής).
Σ’ αυτή την περίπτωση όμως δεν εξηγείται το πώς, κατά την εξέλιξη μιας κοινωνίας, η έννοια του εγκλήματος μεταβάλλεται και εξελίσσεται μαζί της. Δεν εξηγείται δηλαδή με ποιον τρόπο κάποιες συμπεριφορές μπορεί να ορίζονται ως έγκλημα μια δεδομένη ιστορική περίοδο και μετά από ένα χρονικό διάστημα να αποποινικοποιούνται και να μην αποτελούν εγκληματικές πράξεις. Τέτοια παραδείγματα έχουμε τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει με την αποποινικοποίηση της μοιχείας (με την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου το 1983), αλλά και πολύ πρόσφατα με την ποινικοποίηση της αντιγραφής προγραμμάτων λογισμικού για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η εγκληματικότητα ως κοινωνικό φαινόμενο υφίσταται τους περιορισμούς στον χώρο και στον χρόνο, στην κοινωνία της οποίας είναι παράγωγο.
Σε μια διαφορετική κοινωνία από τη σύγχρονη ελληνική το έγκλημα δεν περιλαμβάνει τις ίδιες συμπεριφορές (για παράδειγμα, το έγκλημα στην Αρχαία Ελλάδα δεν είναι το ίδιο με το έγκλημα στην Ελλάδα του 1821 και στην Ελλάδα του σήμερα). Άρα, όταν μιλάμε για εγκληματικότητα, είναι αναγκαίο να οριοθετούμε το χώρο και την ιστορική περίοδο ή την ειδική περίσταση (π.χ. πόλεμος) στην οποία αναφερόμαστε. Με αυτή τη βασική προϋπόθεση μπορούμε να εξετάζουμε κάθε φορά ποια είναι η συμπεριφορά που οριοθετείται σε μια κοινωνία ως εγκληματική.
Στη χώρα μας, χώρα υπερβολής και μυθευμάτων πολλές φορές τοποθετούνται τα πραγματικά περιστατικά ενός εγκλήματος με μια ομίχλη σαν μυθιστόρημα με στοιχεία υπερβολής και διάθεσης ενδοσκόπησης της προσωπικότητας του εγκληματία και ιδίως του θύματος, με αποτέλεσμα πολλές φορές τον πλήρη εξευτελισμό τους,
Αυτήν την συμπεριφορά φυσικά ενισχύει και η προστασία των προσωπικών δεδομένων με αποτέλεσμα να διαφυλάσσεται και να αποκρύπτεται ο δράστης, ενώ να βγαίνει με φωτογραφίες και στοιχεία προσωπικά το θύμα, που κακά τα ψέματα, δολοφονείται για δεύτερη φορά.
Από την άλλη η Ελληνική τηλεόραση και οι υπόλοιπες ηλεκτρονικές σελίδες ενημέρωσης, υπερβάλουν και προωθούν την εγκληματικότητα, σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να ηλεκτρίσει έναν αρρωστημένο εγκέφαλο για διάπραξη αντικοινωνικών πράξεων. Μάλιστα εφευρέθηκε και ο θεσμός του «Αστυνομικού Αναλυτή» με ειδικούς επί παντός, συνήθως πρώην συνδικαλιστές, οι οποίοι κατά τεκμήριο όταν έπιαναν φωτιά τα μπατζάκια της Αστυνομίας, αυτοί χτυπούσαν την καμπάνα.
Φυσικά με τις όποιες γνώσεις τους ενημερώνουν τους υποψήφιους εγκληματίες για τον τρόπο δράσης και τις όποιες μεθόδους της Αστυνομίας. Ουσιαστικά άθελά τους τους κάνουν υποψιασμένους. Παράδειγμα το έγκλημα του Πολωνού. Ο δράστης έστειλε το αυτοκίνητο του και το κινητό του στο Ναύπλιο να εξασφαλίσει άλλοθι.
Εξ άλλου πολλές φορές η λεπτομερής καταγραφή της προσωπικότητας του δράστη ή του θύματος, καταντά χυδαιότητα. Να μην ξεχνάμε ότι όλα τα εγκλήματα είναι χυδαία, όπως όμως και η κάθε χυδαιότητα είναι έγκλημα.























