Η παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Τέλος Ταξινόμησης και τα Περιβαλλοντικά Τέλη στα εισαγόμενα μεταχειρισμένα οχήματα έχει προκαλέσει συζητήσεις περί αναμενόμενης καταδίκης. Ωστόσο, η οικονομική ανάλυση δείχνει ότι η ελληνική πλευρά διαθέτει σοβαρά επιχειρήματα ώστε να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη.
Πρώτον, το ζήτημα των εξωτερικοτήτων. Ο γερασμένος ελληνικός στόλος οχημάτων, με μέση ηλικία που υπερβαίνει τα 17 έτη, δημιουργεί δυσανάλογο κόστος στο σύστημα υγείας, στην παραγωγικότητα και στο περιβάλλον. Τα πρόσθετα τέλη στα Euro 4 και Euro 5, καθώς και η απαγόρευση εισαγωγής Euro 3 ή παλαιότερων, δεν αποτελούν μέτρα προστατευτισμού αλλά στοχευμένες παρεμβάσεις εσωτερίκευσης αυτών των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων. Ουσιαστικά, το κράτος μετακυλίει το κοινωνικό κόστος στους εισαγωγείς, με όρους οικονομικής αποδοτικότητας.
Δεύτερον, η αρχή της φορολογικής ισοδυναμίας που επικαλείται η Κομισιόν πρέπει να σταθμιστεί με την αρχή της αναλογικότητας. Η ελληνική ρύθμιση δεν εισάγει αυθαίρετη διάκριση υπέρ της εγχώριας αγοράς, καθώς τα τέλη πλήττουν οριζόντια τα παλαιότερα οχήματα ανεξαρτήτως προέλευσης. Ο μηχανισμός δεν συνιστά προστατευτικό φραγμό αλλά εργαλείο διαχείρισης του ενεργειακού και περιβαλλοντικού κόστους.
Τρίτον, η επίκληση του άρθρου 36 ΣΛΕΕ (Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) από την ελληνική πλευρά δεν είναι αδύναμη. Ο περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών μπορεί να δικαιολογηθεί όταν διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται λιγότερο επαχθές μέτρο. Η Ελλάδα μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι οι περιβαλλοντικοί φόροι αποτελούν το βέλτιστο μέσο πολιτικής, δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών και της αδυναμίας άμεσης ανανέωσης του στόλου μέσω επιδοτήσεων.
Τέλος, από καθαρά οικονομική σκοπιά, η υπόθεση δεν αφορά απλώς τη φορολογική ουδετερότητα αλλά την ισορροπία μεταξύ εσωτερικής αγοράς και περιβαλλοντικής πολιτικής. Η Κομισιόν ερμηνεύει μονοδιάστατα το άρθρο 110, παραγνωρίζοντας ότι οι χώρες με υψηλή γήρανση στόλου έχουν διαφορετικό σημείο εκκίνησης και συνεπώς χρειάζονται προσαρμοσμένα εργαλεία πολιτικής.
Αν η Κομισιόν λοιπόν θεωρεί ότι η ενιαία αγορά σημαίνει τυφλή εξίσωση χωρίς καμία προσαρμογή στις εθνικές ιδιαιτερότητες, τότε ουσιαστικά ζητά από χώρες όπως η Ελλάδα να θυσιάσουν την περιβαλλοντική πολιτική τους στον βωμό ενός φορμαλισμού. Η επιμονή της στις απόλυτες ερμηνείες του άρθρου 110 μοιάζει περισσότερο με εμμονή γραφειοκρατών που βλέπουν πίνακες Excel παρά με πραγματική ευρωπαϊκή στρατηγική για πράσινη μετάβαση.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να κατηγορείται επειδή επιδιώκει να περιορίσει τις αρνητικές… εξωτερικότητες ενός στόλου που πνίγει τις πόλεις της σε ρύπους και μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αντιθέτως, είναι η Κομισιόν που κινδυνεύει να αποδειχθεί αναχρονιστική: υπερασπίζεται μια θεωρητική «ουδετερότητα» φορολογίας, την ώρα που οι αγορές ζητούν λύσεις για καθαρότερες μετακινήσεις.
Η ουσία είναι απλή: δεν γίνεται η Ευρώπη να ζητά από τα κράτη-μέλη να μειώσουν τις εκπομπές και ταυτόχρονα να τιμωρεί όποιον επιχειρεί να το κάνει με τα εργαλεία που διαθέτει. Αν η Ένωση θέλει πραγματικά πράσινη μετάβαση, τότε θα πρέπει να δώσει χώρο σε πολιτικές που ίσως «σπάνε» τη θεωρητική ουδετερότητα, αλλά υπηρετούν το συλλογικό συμφέρον.
Σε διαφορετική περίπτωση, η Κομισιόν θα είναι αυτή που θα δώσει το λάθος μήνυμα: ότι το δίκαιο των αριθμών μπαίνει πάνω από το δίκαιο της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.























