Του Αδάμου Ευαγγέλου
Ήδη έχουν περάσει 81 χρόνια από εκείνο το πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου, όπου πάνω απ’ όλη την Ελληνική επικράτεια άρχισε να φυσάει, ένας άνεμος που φούσκωνε και γέμιζε τις καρδιές όλων των Ελλήνων με ενθουσιασμό, περηφάνια και λεβεντιά. Αυτή η ψυχική ανάταση του κόσμου είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ξέφρενες εκδηλώσεις οι οποίες δεν αφορούσαν ένα χαρμόσυνο γεγονός, αλλά την κήρυξη του πολέμου.
Ολόκληρο το έθνος πριν από 81 χρόνια, ενωμένο σαν μια γροθιά, γιόρταζε και χαιρετούσε τα στρατευμένα παιδιά ωσάν να πηγαίνουν σε πανηγύρι και όχι στο μέτωπο. Με μιας ξεχάστηκαν τα πολιτικά πάθη, οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι ταξικές διαφορές, οι πικρίες κατά του καθεστώτος, οι εξορίες, οι διώξεις, έμεινε μόνο το προσκλητήριο. «νυν υπέρ πάντων αγώνων».
Κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης επικρατούσε ένας απερίγραπτος ενθουσιασμός, από τον κόσμο, ο οποίος χαιρετούσε αλλά και ευλογούσε τα χιλιάδες παιδιά που με το χαμόγελο στα χείλη βιάζοταν να φτάσουν στο μέτωπο, εκεί ψηλά στο βωμό της θυσίας να πολεμήσουν, έστω και χωρίς καμία ελπίδα νίκης. Μόνο και μόνο γιατί έπρεπε.
Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην αποφασιστικότητα των Ελλήνων στρατιωτών. Ούτε οι αρβύλες οι οποίες ήταν ακατάλληλες για τα παγωμένα βουνά, ούτε τα ελλιπή κλινοσκεπάσματα, ούτε οι περιορισμένες προμήθειες, ούτε τα μέσα μεταφοράς, ούτε τα κρυοπαγήματα τα οποία υπήρξαν ένας νέος και άγνωστος εχθρός πιο ύπουλος από τον Ιταλό, που τότε φάνταζε πάνοπλος και αήττητος. Όλες αυτές οι παραλείψεις και οι ελλείψεις δεν στάθηκαν εμπόδιο στους έλληνες στρατιώτες οι οποίοι, ενώ πήγαιναν να πολεμήσουν, ταλαιπωρημένοι βαδίζοντας μερόνυχτα με τις στολές, πολύ μεγαλύτερες από το νούμερό τους, γελούσαν και τραγουδούσαν. Τραγουδούσαν και πολεμούσαν. Ναι τραγουδούσαν και πολεμούσαν και ήταν έτοιμοι από καιρό να σκοτωθούν για μια ιδέα, για ένα φιλότιμο.
Έτσι άρχισε να γράφεται η ιστορία εκεί πάνω στα βουνά της Ηπείρου στην πρώτη γραμμή, ένδοξη και λαμπρή, με αυταπάρνηση και αίμα χωρίς ίχνος ψευτο-εθνικισμού και πατριδοκαπηλίας.
Όμως εκτός από την πρώτη γραμμή του μετώπου, η ιστορία γραφόταν και στο εσωτερικό μέτωπο της Ελλάδας που πολεμούσε με τα δικά του μέσα για να στηρίξει τους αγωνιστές. Δεκάδες γενναίες οργανώσεις δραστηριοποιήθηκαν για την συγκέντρωση ρουχισμού, για τον μαχόμενο Ελληνικό στρατό στα αλβανικά σύνορα, όπου ο δριμύς χειμώνας αποδεικνύονταν ο χειρότερος εχθρός.
Δεκάδες χιλιάδες απλές γυναίκες, μάνες, αδελφές, κόρες, αρραβωνιαστικές, άνοιξαν τα μπαούλα τους, ξήλωσαν τις προίκες τους, εκποίησαν ότι άλλο πολύτιμο είχαν και τα έκαναν πλεκτά, μάλλινα είδη για τους μαχόμενους του μετώπου. Ακόμη η γυναικεία Ηπειρώτικη προσφορά συμβάδιζε με την αυτοθυσία, τον ηρωϊσμό και την λεβεντιά των αγωνιστών στην πρώτη γραμμή. Αυτή η σκληρή μαυροφορεμένη γυναίκα, η γυναίκα Ηπειρώτισσα προσπάθησε σε όλον τον αγώνα. Φορτώνεται κασόνια με πυρομαχικά και προμήθειες και από κορφοβούνι σε κορφοβούνι, μέσα από τις λάσπες και τα χιόνια τα μεταφέρει στους αγωνιστές. Αυτή η προσφορά της γίνεται θρύλος αφίσα και τραγούδι.
Ναι έτσι γράφεται το Έπος του ’40 πάνω στα βουνά της Ηπείρου, ένδοξο και λαμπρό με αυταπάρνηση και αίμα, χωρίς ίχνος ψευτο-εθνικισμού και πατριδοκαπηλίας.
Αδάμος Ευαγγέλου