του Πρώτου Επώνυμου Νεκρού του 21 στο Ολοκαύτωμα της Μονής του Σέκου (στη Μολδοβλαχία)
ΠΡΟΣΩΠΑ:
- Νικολέτα, μητέρα του Γιωργάκη
- Αγνή, γιαγιά του Γιωργάκη
- Αφηγητής
ΜΕΡΟΣ Β – 1818 – 1821
Συνάμα είχε ανατραπεί με το όραμα του Ρήγα κ' ήθελε τα Βαλκάνια να ‘ναι αφετηρία και όταν ως Απόστολος της Φιλικής εχρίσθη, ανέλαβε τη μύηση του Σέρβου Καραγιώργη καθώς και του Ομπρένοβιτς και του Βλαδημηρέσκου. Αμέσως την αποστολή την έφερε σε πέρας, σταυραδελφοί γινήκανε και φύσηξε αγέρας να φέρει στα Βαλκάνια μια λεύτερη ημέρα, χωρίς χαράτσια και σκληρούς αγάδες και πασάδες, να μη θρηνούνε τα παιδιά οι δόλιες οι μανάδες.
Αυτό το κλίμα ενθάρρυνε τον έξοχο Υψηλάντη και ευθύς τον Προύθο ποταμό διαβαίνει το Φλεβάρη ηγέτης του ξεσηκωμού με θάρρητα μεγάλη. Για το Ιάσιο τραβά, διακήρυξη εκδίδει και το Γιωργάκη στρατηγό σε όλους διορίζει. Όλοι μαζί ορκίζονται πως χαλασμός θα γίνει, τους τούρκους θα πατάξουνε με πλέρια ανδρειοσύνη.
Οπλαρχηγοί κι αρμάτορες απ΄ τη Μολδοβλαχία, Πανδούροι και πολεμιστές έτοιμοι για θυσία όλοι μαζί συντάσσονται για την ελευθερία και την τουρκιά να στείλουνε και πάλι στην Ασία.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ – ΙΟΥΝΙΟΣ 1821
Μάχες πολλές γινήκανε, παντού κυριαρχούσαν κι έντρομοι πάντα οι εχθροί παντού υποχωρούσαν. Όμως, του Καραβιά του μέθυσου μια απερισκεψία, που θόλωσε το πνεύμα του και γέμισε μανία. Χαντάκωσε το όραμα του Ιερού μας Λόχου που σφαγιάσθηκε οικτρά και χάθηκε «εφ' όπλου» προτεταμένα τα κορμιά για την ελευθερία πληρώνοντας το τίμημα μ' ηρωϊκή θυσία. Το πάθημα ήτανε σκληρό ψηλά στο Δραγατσάνι, οφείλεται στον μέθυσο που ‘θελε να προκάνει και το Γιωργάκη αγνόησε, επίθεση μην κάμει. Ποθούσε ο φιλόδοξος μόνος του να νικήσει και στις επόμενες γενιές τη φήμη του ν' αφήσει.
Σαν από μηχανής θεός στο χαλασμό της μάχης πρόφτασε ο Ολύμπιος και σώζει πάνω στ' άτι το λάβαρο των μαχητών κι όσους ακόμη ζούσαν τι ο Καραβιάς κι οι άνδρες του αισχρά αυτομολούσαν. Τον Υψηλάντη τάραξε το ξόδι του Ιούνη οι ντόπιοι κι οι απείθαρχοι Ρουμάνοι και Πανδούροι άρχισαν να διαλύονται, στα μέρη τους να φεύγουν και μόνοι τους οι Έλληνες με την Τουρκιά παλεύουν. Τώρα οι τούρκοι βάλθηκαν να πιάσουν τον ηγέτη και στο Σουλτάνο να σταλεί σημαδιακό πεσκέσι. Χιλιάδες γρόσια τάζουνε σ' όποιον τους βοηθήσει κι αιχμάλωτοι τον Αρχηγό σ' αυτούς να οδηγήσει.
Καχυποψία απλώθηκε μες στην Ηγεμονία. Ο Αρχηγός κινδύνευε από την ανταρσία. Όμως πιστός και ένθερμος κι ακλόνητος σαν στύλος ο Γιώργος τον ακολουθεί, ο μόνος πλέον φίλος. Στα σύνορα μ' ασφάλεια τον φέρνει στην Αυστρία, ν' ανταμωθούνε εύχονται στη δόλια την πατρίδα. Με δάκρυα στα μάτια τους και σφιχταγκαλιασμένοι ορκίζονται για Λευτεριά «από τα κόκκαλα βγαλμένη»…
ΙΟΥΛΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1821
Τώρα ο Γιωργάκης γύριζε πίσω προς τη Βλαχία, τους άνδρες του συγκέντρωνε, ζητούσε πειθαρχία, το αίμα των Ιερολοχιτών ν' ακούσουν πώς βογγάει και πως δικαίωση γι' αυτούς κι αναπαμό ζητάει. Μαζί του πάλι πολεμά κι ο Γιάννης ο Φαρμάκης, της Βλάστης ο σταυραετός και φίλος του Γιωργάκη με ακατάλυτο δεσμό, αδελφοποιητός του, αφού τις φλέβες χάραξαν για ριζικό κοινό τους.
Σ' όσες συγκρούσεις έγιναν μέχρι το Βουκουρέστι σ΄ όλες τους τούρκους νίκησαν μέχρι και το Πλοέστι. Το σχέδιο ήταν να στραφούν προς τη Βερσαραβία και από κει να κατεβούν για τη Μακεδονία. Τα λάβαρα να φέρνουνε Κοζάνη, Κατερίνη, Βέροια και Χαλκιδική κι εξέγερση να γίνει. Το κλίμα ήταν ώριμο από τον Κασομούλη μ' Εμμανουήλ Παπά κι Ολύμπιους αρμάτορες μεγάλους, με Ζαφειράκη Γάτσο Διαμαντή και με τον Καρατάσο, με Δράσκο και Λιακόπουλο, Δεσπότες και παπάδες, κι ένα λαό πανέτοιμο τα άρματα να πάρει τη Λευτεριά του να γευθεί με πεθυμιά μεγάλη.
Αυτά τότε σχεδίασαν Γιωργάκης και Φαρμάκης για μια πατρίδα λεύτερη, παντοτινό μεράκι. Μα ένας Λούπου, επίσκοπος, τους ζήτησε να πάνε στο Σέκο, στα Καρπάθια, κειμήλια να σώσουν, που στη Μονή τα έκρυψαν, οι τούρκοι μην τα πάρουν και μαγαρίσουν τα ιερά οι σκύλοι των βανδάλων.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ‘21
Πολέμησαν ως λέοντες μόνοι τους με μυριάδες, τα όπλα δεν παρέδιδαν στους δόλιους πασάδες, ούτε και όταν πρόξενοι, ο Βόλφ και Οδρίσκυ, αυστριακοί παμπόνηροι παρείχαν εγγυήσεις…
Κι όταν τα πάντα τέλειωσαν κι έμεινε το μπαρούτι κι οι τούρκοι μπήκαν στη Μονή ασκέρι και μπουλούκι, την πόρτ' ανοίγ' ο Ολύμπιος μήπως κανείς θελήσει στους τούρκους να παραδοθεί κι αιχμάλωτος να ζήσει. Κανένας δεν το σκέφτηκε τον Αρχηγό ν' αφήσει τι τάχα θα ‘ταν η ζωή που έμελλε να ζήσει; Τότ' ο Γιωργάκης ασκεπής την προσευχή του κάνει και στην πυρίτιδα φωτιά με το δαυλό του βάζει!
Συντρίμια το καμπαναριό, κι οι τοίχοι κι εκκλησία, και όλοι οι αγωνιστές λάμψη κι αθανασία. Είχε το φωτοστέφανο ο στρατηγός Γιωργάκης και ακολούθησε μετά κι ο έρμος ο Φαρμάκης.
Κάτω απ' τα χαλάσματα πολλοί εχθροί ταφήκαν και θάνατο οδυνηρό μυριάδες τούρκοι βρήκαν. Αυτή ‘ταν η εκδίκηση από την ιστορία ως Τίση και ως Νέμεση και θεία τιμωρία.
Το ολοκαύτωμα θαρρείς φτερούγες είχε βγάλει κι όλ' η Ευρώπη γνώρισε τ' Ολύμπου το λιοντάρι. Ο Υψηλάντης το ‘μαθε σε φρούριο δεμένος που αυστριακοί τον έριξαν δέσμιο, προδομένο. Μέσα από τη φυλακή ποίημα θα σου γράψει κερί για την ανδρεία σου αιώνιο θα σ' ανάψει: «Τω όντι Έλλην ήσουν συ κι ως άλλος Λεωνίδας υπέρ πατρίδος και τιμής έδωκες τη ζωή σου αφού στον Άδη έστειλες βαρβάρων ένα πλήθος και ως εκείνος και εσύ με μόνους τριακόσιους».
Ιστορικοί σ' εξύμνησαν και Έλληνες και ξένοι Τρικούπης, Γούδας, Φωτεινός, Φιλήμονας, Ιωάννης, Μελάς, Παπαρρηγόπουλος, Σαϊδές και Βασδραβέλλης, Πετρώφ, Φωριέλ, ο Φίνλευ, ο Μπολισάκωφ κι άλλοι.
Και ο λαός σου έγραψε δημοτικά τραγούδια ηρωϊκά και κλέφτικα καθώς και μοιρολόγια γιατί το Γιώργο έχασε, του Ολύμπου το λιοντάρι πανάξιο αρμάτορα της Βλαχουριάς καμάρι.
Τώρα σαν να βουβάθηκαν για τα διακόσια χρόνια, όλοι σχεδόν τον ξέχασαν τον ξακουστό αγώνα. Το φάντασμα σου θύμισε την έμπνευση του Κάλβου μ' αυτή να αφυπνίσουμε όσους θα εορτάζουν: «Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται ζυγόν δουλείας ας έχωσιν», ο ποιητής τονίζει. « Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία», θέλει και δικαίωση από την Πολιτεία.
ΓΑΡ