Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
«Ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στα ύψη, θα ξεπεράσει τους 42 βαθμούς, Πλημμύρισαν οι παραλίες από κόσμο, Αναζητούν μια ανάσα δροσιάς από τον καύσωνα».
Τέτοιες ειδήσεις μεταδίδουν όλα τα Δελτία.
Εντάξει, δροσερή η θάλασσα, αλλά πόση ώρα θα μείνεις μέσα σ' αυτήν να δροσίζεσαι; Μια-δυο ώρες το πολύ. Όλες τις άλλες ώρες στον ήλιο και την ακτινοβολία, ακόμα και στη σκιά κάτω από την ομπρέλα. Πασαλειμμένος με αντιηλιακά και κρέμες. Χώρια τα έξοδα για την ξαπλώστρα και το φραπέ. Και το χειρότερο, μία ώρα ταλαιπωρία και μποτιλιάρισμα από το σπίτι μέχρι την παραλία, κι άλλη μια ώρα για την επιστροφή, βενζίνες, διόδια κλπ.
Μήπως είναι καλύτερα να πάρουμε τα βουνά; Εκεί έχει πάντοτε δροσιά και 10 βαθμούς χαμηλότερη θερμοκρασία, καθαρό αέρα, οξυγόνο. Όπως λέει και το παλιό τραγούδι
«Με το βουνό θα γίνω φίλος, να ‘χω τα πεύκα συντροφιά»…
Δεν είναι τυχαίο ότι οι 12 αρχαίοι θεοί διάλεξαν τα 2.917 μέτρα υψόμετρο πάνω στον Μύτικα για κατοικία. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι τα περισσότερα μοναστήρια είναι χτισμένα μακριά από τη θάλασσα, πάνω σε ψηλά βουνά.
Γι΄ αυτό κι εγώ, όποτε ο υδράργυρος σκαρφαλώνει πάνω από 30 βαθμούς, καταφεύγω στον Όλυμπο, εκεί πάνω στο υψόμετρο, στο φίλο μου τον Νάσο με το πέτρινο του σπίτι, που είναι πάντα δροσερό. Ούτε κουνούπια, ούτε καύσωνας. Όλη μέρα δροσερό αεράκι από το δάσος, αναζωογόνηση, ηρεμία και ξεκούραση. Και το βραδάκι τσιπουρομεζέδες, κατσικάκι στη σούβλα, κοντοσούβλι, κρασάκι και παγωμένες μπύρες.
Και τη νύχτα κάνει κρύο, για να κοιμηθείς απαραίτητο να σκεπάζεσαι με κουβέρτα…
Βουνό, λοιπόν, και πάλι βουνό!