Για τον χαρακτηρισμό του θα μπορούσε πλην της ποιητικής συλλογής να του αποδοθεί ο προσδιορισμός του ποιητικού project. Αντί για ποιήματα παραταγμένα το ένα μετά το άλλο, στο βιβλίο αυτό διεισδύουμε σε ένα κολάζ σκέψεων, εικόνων, συναισθημάτων και σχολιασμών.
Στην πρώτη σελίδα συναντούμε ένα απόσπασμα της Υψικαμίνου του Εμπειρίκου, που εισάγει στην θεματική χροιά των ακόλουθων έργων, έπειτα κάποιες φωτογραφίες συνοδευόμενες από τον ποιητικό σχολιασμό του ποιητή για αυτές, γραφιστικά σχέδια, εικονογράφηση και τελικά ποιήματα, πάντα άτιτλα, που με μια ματιά μοιάζουν ενιαία, μπορούν να διαβαστούν και ως ένα, ή μάλλον πράγματι, ένα σώμα αποτελούν. Το αν και πότε θα διακοπεί η ροή της ανάγνωσης με σκέψεις και παύσεις έγκειται την συναισθηματική φόρτιση του αναγνωστικού κοινού, η οποία μόνο υποκειμενική μπορεί να είναι κάθε φορά.
Τα ποιήματα ακολουθούν τεχνικά τον μοντερνισμό. Συνειρμική παρουσίαση των σκέψεων, χωρίς ομοιοκαταληξία, ούτε και προσκόλληση στη μορφή, με τον εσωτερικό ρυθμό, όμως, να παραμένει σταθερός καθοδηγητής δίνοντας το τέμπο στην αναγνωστική διαδικασία. Όπως ούτως ή άλλως ορίζεται η ποίηση γενικότερα, έτσι και εδώ επικρατούν οι υπαρξιακές σκέψεις, αφετηρία των οποίων μοιάζει να είναι το απόσπασμα που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου και κυρίως ο στίχος: Σκοπός της ζωής δεν είναι η χαμέρπεια. Οι στίχοι είναι ανοιχτοί σε ερμηνείες ανάλογα με τη διάθεση του αναγνώστη και της αναγνώστριας να συμπλεύσει με αυτούς και να αφεθεί συναισθηματικά στη δίνη των συγκινήσεων που θα προκαλέσουν.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην κάνουμε ξεχωριστή αναφορά στα γραφιστικά και την εικονογράφηση του βιβλίου, από τον σχεδιασμό του εξωφύλλου μέχρι και την τελευταία σελίδα, για τα οποία φρόντισε ο Σπύρος Τσιλιγκιρίδης. Χαρίζουν στο βιβλίο την πραγματική δίοδο προς την κρύπτη για έναν παράδεισο, τον προσωπικό παράδεισο καθενός και καθεμιάς μας.