Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, που κινείται χρονικά ανάμεσα στο σήμερα και την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Ο πρωταγωνιστής, Νίκος Φρανζής, θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή, μετακομίζει σε άλλη πόλη και ξεκινά να δουλεύει ως κηπουρός. Μία τυχαία ανακάλυψη στην αποθήκη του αρχοντικού θα ανατρέψει τα έως τότε δεδομένα. Πόσο θα επηρεάσει αυτή τη δική του ζωή και των ενοίκων; Παράλληλα, το αμαρτωλό παρελθόν της προηγούμενης γενιάς, κατά τα αμφιλεγόμενα χρόνια της γερμανικής κατοχής, εξακολουθεί να αποτελεί ένα αγκάθι για την καθημερινότητα των ηρώων, υπενθυμίζοντας πως τίποτα δε μένει ανεπηρέαστο στο απυρόβλητο του χρόνου.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο συγγραφέας μοιράζεται τις σκέψεις και τα συναισθήματά του γύρω από το νεοεκδοθέν βιβλίο.
- Κύριε Καρανάνο, το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Ο κηπουρός» θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου. Ποια ήταν η έμπνευσή σας κατά την συγγραφή του;
Δεν θα έλεγα μυστηρίου. Θα έλεγα ότι είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μυθιστόρημα χαρακτήρων. Στην εξέλιξη της πλοκής προκύπτουν και εμφανίζονται κρυμμένα μυστικά και άγνωστα γεγονότα μέχρι τότε στους ενοίκους του σπιτιού για πολλά χρόνια. Όλα αυτά βγήκαν στην επιφάνεια και έφεραν μια αναστάτωση στο περιβάλλον του σπιτιού, τυχαία, χάρη σε ένα σημείωμα που βρέθηκε κρυμμένο στις σελίδες ενός βιβλίου και στην περιέργεια του ήρωα να μάθει και να ξεδιαλύνει τα μυστήρια. Έτσι σαν ρεαλιστικό μυθιστόρημα δείχνει τα γεγονότα όπως αυτά εξιστορούνται σε ένα περιβάλλον φαινομενικά ήρεμο αλλά με προβλήματα που δεν φαίνονται στην αρχή αλλά εμφανίζονται αργότερα. Σαν μυθιστόρημα χαρακτήρων εμφανίζει μερικούς χαρακτήρες ισχυρούς και μερικούς αδύναμους. Από τα διάφορα περιστατικά που συμβαίνουν και στα οποία πρωταγωνιστεί ο ήρωάς μας βλέπουμε πως εξελίσσεται μέσα από την ιστορία και ο ίδιος ως άτομο. Τον βλέπουμε από απλός κηπουρός να λειτουργεί και ως «αστυνομικός», φίλος, σύμβουλος και καταλήγει άνθρωπος εμπιστοσύνης. Φυσικά και άλλοι χαρακτήρες λειτουργούν και εξελίσσονται ανάλογα με την ιστορία.
Ο Μπαμπινιώτης λέει ότι η έμπνευση είναι πηγή δημιουργίας. Την έμπνευση όταν την αποζητάς δεν έρχεται. Έρχεται ξαφνικά και σε γεμίζει ευχαρίστηση και αρχίζεις. Έτσι και σε μένα ήρθε ξαφνικά και επειδή πάντα κουβαλώ μαζί μου ένα μπλοκ τη σημείωσα αμέσως κι έτσι ξεκίνησε το μυθιστόρημα.
- Πώς αναπτύχθηκε η πλοκή του έργου σας; Είχατε κάποια συγκεκριμένη πορεία εξέλιξης των γεγονότων ή προέκυψαν καθώς γράφατε;
Ένα μυθιστόρημα είναι η επινόηση μιας περιπέτειας ικανής να διεγείρει τη φαντασία του αναγνώστη. Όταν ξεκίνησα να γράφω η εξέλιξη των γεγονότων πρόκυψε κατά την συγγραφή. Θεωρούσα στην αρχή ότι το σημαντικό για ένα μυθιστόρημα είναι η πλοκή του. Στη συνέχεια, όσο προχωρούσα στη συγγραφή παρατήρησα ότι θα έπρεπε να δώσω και κάτι άλλο στον αναγνώστη που θεωρούσα αναγκαίο. Κι αυτό είναι οι μυθιστορηματικές μορφές να είναι ορατές και όχι μόνο να αναφέρονται και νομίζω ότι το πέτυχα. Αλλά αυτό είχε και ένα τίμημα υποτάχθηκα στη θέληση των ανθρώπων του έργου.
- Πώς δημιουργήθηκε ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή σας Νίκου Φρανζή;
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας απλός άνθρωπος που ζούσε σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας. Είχε φοιτήσει μερικά χρόνια στο Γεωπονικό πανεπιστήμιο αλλά λόγω θανάτου των γονιών του, σε διάστημα ενός έτους, το εγκατέλειψε και τα έβγαζε πέρα διατηρώντας ένα μικρό μαγαζάκι. Ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του και ολιγαρκής.
Όπως γνωρίζουμε όλοι, η Αθήνα είναι ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Άνθρωποι από πολλά μέρη του κόσμου και κυρίως από την Ασία και την Αφρική είτε νόμιμοι είτε παράνομοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ. Μαζί τους έφεραν την κουλτούρα και τον πολιτισμό τους. Ήρθαν όμως μαζί τους και κακοποιά στοιχεία.
Ο ήρωάς μας μετά από μια περιπέτεια με αλλοδαπούς αναγκάστηκε να φύγει γιατί η γειτονιά άρχισε να γίνεται γκέτο και γιατί η ζωή, κυρίως για τους κατοίκους, αλλά και για τους επαγγελματίες άρχισε να γίνεται δύσκολη.
Εκείνο που θέλω να τονίσω στην ερώτηση αυτή είναι το εξής: δεν ήθελα ο αναγνώστης να απολαύσει μια απλή αφήγηση, μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια. Έτσι δημιούργησα τον χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου που σε συνεργασία, σύμφωνα με το κείμενο, και με τους άλλους μυθιστορηματικούς ήρωες του έδωσα τη δυνατότητα, του αναγνώστη, να αισθανθεί και να τον ελκύσει όχι η περιπέτεια των ηρώων αλλά η παρουσία τους. Θέλω να ικανοποιηθεί βλέποντάς τους απευθείας, να διεισδύσει στο εσωτερικό τους, να τους καταλάβει, να νιώσει ότι είναι κι αυτός ένα κομμάτι του κόσμου ή του περιβάλλοντός τους.
- Για τη συγγραφή του βιβλίου σας χρησιμοποιήσατε πραγματικά γεγονότα; Πώς διαχειριστήκατε το τέλος του;
Στο βιβλίο δεν υπάρχουν πραγματικά γεγονότα. Όλα είναι προϊόν μυθοπλασίας εκτός από δύο αναφορές που γίνονται λακωνικά και μόνο για τη συνέχιση της ιστορίας. Το ένα είναι ότι η Αθήνα και όχι μόνο γέμισε από νόμιμους και παράνομους αλλοδαπούς και το άλλο είναι ο διωγμός των Εβραίων από τα στρατεύματα κατοχής και ο θάνατός τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η συνεργασία Ελλήνων με τους Γερμανούς, οι δωσίλογοι και ο πλουτισμός Ελλήνων οι οποίοι οικειοποιήθηκαν τις περιουσίες των εβραίων. Όσο για τη διαχείριση του τέλους θα την ανακαλύψει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο.
- Κατά την ανάγνωση του κηπουρού ο αναγνώστης αδημονεί για την εξέλιξη των γεγονότων και υπάρχει αυτή η αίσθηση αναμονής για το τι πρόκειται να συμβεί. Πως καταφέρατε να το πετύχετε αυτό;
Δεν ξέρω, έρχεται αυθόρμητα. Και για το πρώτο βιβλίο και γι’ αυτό οι αναγνώστες μου είπαν το ίδιο πράγμα, ότι αδημονούσαν να το τελειώσουν και δεν το άφηναν από τα χέρια τους. Φαίνεται πως έχω κάποιο κρυφό ταλέντο που ανακάλυψα τώρα. Πάντως, πέρα από τα παραπάνω πιστεύω ότι κατάφερα αυτό που λέτε γιατί έδωσα στον αναγνώστη τη δυνατότητα να περιεργαστεί αναλυτικά τους ήρωες.
- Ποια συναισθήματα σας προκαλούνται τώρα που ολοκληρώθηκε η συγγραφή του μυθιστορήματός σας; Έχετε σχέδια για μελλοντικά έργα;
Είμαι πολύ ικανοποιημένος που εκδόθηκε και το δεύτερο βιβλίο. Ευχαριστώ γι’ αυτό όλο το επιτελείο των εκδόσεων Παρέμβαση και ιδιαίτερα την κυρία Δήμητρα Καραγιάννη. Όσο για τα μελλοντικά μου σχέδια θα συνεχίσω να γράφω όσο θα μου ‘ρχονται εμπνεύσεις και για όσα χρόνια μου χαρίσει ο Θεός.
Συνέντευξη: Στέλλα Τέλλιου