Η εξαμηνιαία έρευνα που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ αποτυπώνει το οικονομικό κλίμα το πρώτο εξάμηνο του 2024 και είναι άκρως ανησυχητική.
Στην αγορά κυριαρχεί η αβεβαιότητα λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων το Α΄εξάμηνο του 2024 παρουσιάζει σημαντική υποχώρηση κατά 14,3 μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Συγκεκριμένα, διαμορφώνεται στις 49,6 μονάδες από τις 63,9 που ήταν το Β΄εξάμηνο του 2023. Η σοβαρή αυτή υποχώρηση υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης.
«Μαύρη τρύπα» τα ταμειακά διαθέσιμα
Η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που είτε δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα (29,6%) ή αυτά επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%).
Η ταμειακή επάρκεια των επιχειρήσεων συσχετίζεται με το μέγεθός τους, καθώς οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων από ότι οι μεγαλύτερες. Ειδικότερα, το 40,49% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό δήλωσε ότι δεν έχει ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος της επιχείρησης, αντιστοιχώντας στο 24,89% των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9 εργαζόμενους), και στο 14,29% των επιχειρήσεων με προσωπικό από 10 άτομα και άνω. Σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το 35,1% των εμπορικών επιχειρήσεων, το 26,4% των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών και το 26% των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης, δεδομένου ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά αφορούν σε επιχειρήσεις με μηδενικά ρευστά διαθέσιμα.
Ιδιαίτερα δυσμενή είναι τα στοιχεία για τις επιχειρήσεις εστίασης, καθώς το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ανέρχεται στο 30% και εκείνων που τα διαθέσιμά τους επαρκούν το πολύ για έναν μήνα ανέρχεται στο 37,1%.
Επιπλέον, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%. Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Χαμηλή ζήτηση
Η ζήτηση το πρώτο εξάμηνο του 2024 υπολείπεται σημαντικά ολόκληρου του 2023, με μόλις 1 στις 5 επιχειρήσεις (20,4%) να δηλώνει αύξηση της ζήτησης, έναντι περίπου των μισών επιχειρήσεων (45,7%) που δηλώνουν μείωση της ζήτησης.
Το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης της ζήτησης εντοπίζεται στις επιχειρήσεις του εμπορίου (58,9%), έναντι μόλις 12,4% που δηλώνει αύξηση.
Αντίστοιχα, συνολικά αρνητική φαίνεται να είναι και η εικόνα των παραγγελιών των επιχειρήσεων προς τους προμηθευτές τους. Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφηκε αύξηση των παραγγελιών μόλις για το 17,2% των επιχειρήσεων και μείωση των παραγγελιών για το 47,3%.
Αύξηση της απασχόλησης
Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνεται η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, καθώς το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους κατά το Α΄εξάμηνο του 2024 παρέμεινε θετικό. Θετικές είναι, επίσης, οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει. Παρά, ωστόσο, τα θετικά ευρήματα για την απασχόληση, περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξεύρεσης προσωπικού.
Αποτελέσματα χρήσης
Περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις (56,2%) δήλωσαν ότι είχαν κέρδη το 2023, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2022 (51%).
Από την άλλη μεριά, το 21% των επιχειρήσεων δήλωσε ζημίες (22,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022), ενώ το 14,8% των επιχειρήσεων δήλωσε πως δεν είχε ούτε κέρδη, ούτε ζημίες (16,1% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022).
Όσον αφορά τις ατομικές επιχειρήσεις περίπου 1 στις 2 έκλεισαν με κέρδη το 2023. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον οι μισές ατομικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να πληρώσουν αυξημένο φόρο για το 2023, αφού πλέον η φορολογία τους υπολογίζεται με βάση τον νέο τεκμαρτό τρόπο.
Αυξήσεις τιμών
Ένας άλλος δείκτης που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι αυτός των τιμών.
Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές της το Α΄εξάμηνο του 2024, ποσοστό που βαίνει μειούμενο σε σύγκριση με τις προηγούμενες έρευνες. Σε κλαδικό επίπεδο, το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσαν αύξηση τιμών είναι οι επιχειρήσεις του κλάδου του εμπορίου (37,1%), με τους κλάδους της μεταποίησης – βιοτεχνίας και τον κλάδο των υπηρεσιών να ακολουθούν με μικρές διαφοροποιήσεις (31,3% και 30,1% αντίστοιχα).
Σε πολιτική αύξησης τιμών προσανατολίζονται κυρίως οι επιχειρήσεις με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (ετήσιος κύκλος εργασιών άνω των 100.000), από τις οποίες 1 στις 4 περίπου δηλώνει πρόθεση αύξησης, έναντι 1 στις 5 μικρότερου κύκλου εργασιών 13 (ετήσιος κύκλος εργασιών μικρότερος των 100.000€). Αντίστοιχη είναι η εικόνα ανάλογα και με το μέγεθος της επιχείρησης, με τις μικρότερες σε μέγεθος επιχειρήσεις να φαίνεται να καταβάλλουν προσπάθειες σε μεγαλύτερο βαθμό όχι μόνο να διατηρήσουν αμετάβλητες τις τιμές τους, αλλά και να τις μειώσουν.
Εννέα στις δέκα δηλώνουν αύξηση λειτουργικού κόστους
Τρομακτικά υψηλό είναι το ποσοστό της αύξησης του λειτουργικού κόστους.
Σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις (89,8%) δήλωσαν ότι το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε.
Για τις μισές σχεδόν επιχειρήσεις (47,6%), η αύξηση του λειτουργικού κόστους κυμαίνεται μεταξύ 11%-30%.
Μεσοσταθμικά, το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκε από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης κατά 37,4%. Τομεακά, το λειτουργικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 34%, στη μεταποίηση κατά 44,1% και στις υπηρεσίες κατά 36,4%.
Δυσκολίες στην κάλυψη υποχρεώσεων
Η κατάσταση σχετικά με τα ποσοστά μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με το 29% να έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, παρουσιάζοντας μια μικρή μείωση σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό του 30,6%.
Σχετικά με την έρευνα, διεξάγεται σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009, είναι η δεύτερη για το 2024 και οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από την εταιρεία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 803 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), μεταξύ 2-14 Ιουλίου του 2024.