Πολύς λόγος άρχισε να γίνεται από χτες για τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα. Σε όλα τα δελτία ειδήσεων το πρώτο και κύριο λόγο έχει η λεγόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού από 1η Μαΐου. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε σε επίσημο διάγγελμα, δίπλα στην ελληνική σημαία και τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ σοβαρά και με περηφάνεια ανήγγειλε το χαρμόσυνο γεγονός. Μερικοί λένε ότι θύμιζε λίγο προεκλογικό λόγο.
Εδώ και πολλά χρόνια, πάντως, τα λαλίστατα κανάλια της τηλεόρασης δεν ανέφεραν ποτέ τίποτα για τους ανώτατους μισθούς, που παίρνουν οι 300 Έλληνες βουλευτές, υφυπουργοί, υπουργοί, γενικοί γραμματείς, διοικητές τραπεζών, ευρωβουλευτές κλπ.
Ούτε μας πληροφορούν πόσο ακριβώς πετσοκόπηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις λόγω της πολυετούς κρίσης, των μνημονίων και της ακρίβειας.
Φτάσαμε πλέον ολόκληρος ο μισθός και ολόκληρη η σύνταξη να μη φτάνουν για να πληρώνουμε π.χ. τον λογαριασμό της ΔΕΗ.
Εντάξει, 50 ευρώ το μήνα (μικτά – όχι καθαρά!) δεν τα λες και λίγα, αλλά όταν απ’ την άλλη τσέπη σού τα παίρνουν πολλαπλάσια με την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και τις περικοπές, η ιστορία θυμίζει λίγο την Μαρία Αντουανέτα και το παντεσπάνι, η μάλλον τον καλό αγά την εποχή της τουρκοκρατίας.
Τον καιρό λοιπόν της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, ήταν ένας πολύ κακός αγάς που καταπίεζε τους υπόδουλους Έλληνες. Χαράτσια, καταναγκαστικές εργασίες, κατάσχεση τα χωράφια, φόροι, εξαθλίωση, εξευτελισμοί, φόβος, απελπισία.
Μια μέρα μερικοί δεν άντεξαν άλλο, αγανάκτησαν και άρχισαν να διαμαρτύρονται δημόσια. Όταν το έμαθε ο αγάς, φώναξε τον αξιωματικό του.
– Γιατί φωνάζουν αυτοί και διαμαρτύρονται;
– Λένε ότι καταπιέζονται και θέλουν δικαιοσύνη και ελευθερία.
– Πήγαινε πιάσε αυτούς που φωνάζουν πιο πολύ και χώσε τους μέσα στην πιο στενή φυλακή.
Ο αξιωματικός, πράγματι, πήγε συνέλαβε έναν και τον έκλεισε στην πιο στενή φυλακή – ένα μπουντρούμι χωρίς παράθυρο, χωρίς κρεβάτι, χωρίς τίποτα, διαστάσεων 1 x 1 ½ μ. Μόλις ο υπόδουλος Έλληνας κλείστηκε στη φυλακή αυτή, άρχισε να φωνάζει ακόμα περισσότερο,
– Αυτό είναι αδικία! Είναι παράνομο, αντισυνταγματικό και παράλογο!
Τον άκουσε ο αγάς, και ξαναφώναξε τον αξιωματικό,
– Πήγαινε τώρα, πιάσε άλλους δύο, και χώσε’ τους κι αυτούς στην ίδια φυλακή.
Ο αξιωματικός, πράγματι, πήγε συνέλαβε άλλους δύο και τους έκλεισε κι αυτούς μέσα. Μόλις έγιναν τρεις μέσα στη στενή φυλακή, άρχισαν να φωνάζουν ακόμα περισσότερο,
– Αυτό είναι σκέτη εξαθλίωση! Δεν μπορούμε ούτε καν να κινηθούμε σαν άνθρωποι!
Τους άκουσε ο αγάς, και ξαναφώναξε τον αξιωματικό,
– Πήγαινε τώρα, πιάσε άλλους δύο, και χώσε’ τους κι αυτούς
στην ίδια φυλακή. Ο αξιωματικός, πράγματι, πήγε συνέλαβε άλλους δύο και τους έκλεισε κι αυτούς μέσα. Μόλις έγιναν πέντε μέσα στη στενή φυλακή, άρχισαν να φωνάζουν ακόμα περισσότερο,
– Αυτή η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Άλλα μας έλεγε ο αγάς στην αρχή κι άλλα κάνει τώρα. Αν συνεχίσει έτσι, ποιος θα δουλεύει στα χωράφια; Σιγά-σιγά θα ρημάξουν, θα μειωθεί η πρωτογενής παραγωγή, θα χάσει και τους φόρους που εισπράττει. Και ποιος θα φροντίσει τα παιδιά και τις οικογένειές μας; Ντροπή του! Ούτε τους γονείς μας σέβεται ούτε το μέλλον των παιδιών μας…
Τους άκουσε ο αγάς, και ξαναφώναξε τον αξιωματικό,
– Πήγαινε τώρα, πιάσε άλλους τρεις, και χώσε’ τους κι αυτούς στην ίδια φυλακή.
Ο αξιωματικός, πράγματι, πήγε συνέλαβε άλλους τρεις και τους έκλεισε κι αυτούς μέσα. Έγιναν οκτώ μέσα στη στενή φυλακή, ο ένας πάνω στον άλλο σαν παστωμένες σαρδέλες. Τώρα πια δεν είχαν δύναμη ούτε να φωνάξουν, ούτε καν να μιλήσουν, μόλις που μπορούσαν να αναπνεύσουν και να κουνούν λίγο το κεφάλι. Σε λίγη ώρα ένας λιποθύμησε κι ένας άλλος άρχισε να μοιρολογάει. Η κατάσταση μέσα στη στενή φυλακή γινόταν όλο και πιο δραματική.
Πέρασαν έτσι μερικές μέρες εξαθλίωσης και μαύρης απελπισίας. Οι φυλακισμένοι ήταν σχεδόν μισοπεθαμένοι. Τότε ο αγάς φώναξε τον αξιωματικό.
– Πήγαινε τώρα και βγάλε έξω δύο από τους οκτώ.
Πράγματι, ο αξιωματικός πήγε και απελευθέρωσε δύο. Μόλις αραίωσαν κάπως και απέμειναν έξι, άρχισαν να δείχνουν κάποια σημάδια ζωής, να αναπνέουν κανονικά, να κινούνται στοιχειωδώς. Και τότε, κάποιος από αυτούς είπε στους άλλους,
– Να είναι καλά ο αγάς μας! Είδατε τι καλός που είναι, τελικά;