Στο προηγούμενο κεφάλαιο είχαμε δει ότι οι Σύμμαχοι διαμαρτυρήθηκαν για την συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών στη Σμύρνη και στα περίχωρα. Για τον λόγο αυτόν συγκροτήθηκε επιτροπή έρευνας
Του Κων/νου Τζέκη
Η έκθεση της επιτροπής έρευνας
Η επιτροπή διερεύνησης των γεγονότων Σμύρνης, Αϊδινίου και Περγάμου που απαρτίζονταν από τέσσερις στρατηγούς των συμμαχικών δυνάμεων, χωρίς τη συμμετοχή ΄Έλληνα εκπροσώπου, εκτός ενός Συνταγματάρχη του Αλ. Μαζαράκη, ως παρατηρητή, υπέβαλε το πόρισμά της, το οποίο κατηγορούσε της Ελλάδα ότι συμπεριφέρθηκε στις περιοχές αυτές ως απελευθερωτής των περιοχών και όχι ως δύναμη που εγκαταστάθηκε εκεί να επιβάλει την τάξη. Επί πλέον η έκθεση της επιτροπής έλεγε ότι η Ελλάδα μόνη της δεν μπορούσε να επιβάλει την τάξη χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων και αν οι Σύμμαχοι ήθελαν να αφήσουν την Ελλάδα να επιβάλει την τάξη, θα ήταν προτιμότερο να προσαρτηθεί η περιοχή στην Ελλάδα. Τόνιζε όμως ότι η προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα θα ήταν αντίθετη προς την αρχή των εθνοτήτων, γιατί αν εξαιρεθούν η Σμύρνη και οι Κυδωνιές, στην κατεχόμενη ζώνη υπερείχε το Τουρκικό στοιχείο το οποίο φυσικό ήταν να αντιδράσει, αφού ποτέ δεν θα δεχόταν την προσάρτηση. Η προσάρτηση θα γίνονταν με εκστρατευτικές δυνάμεις και ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε μόνη της να αναλάβει αυτή την προσπάθεια. Υποδείκνυε η επιτροπή να αντικατασταθούν οι Ελληνικές δυνάμεις με συμμαχικές και για λόγους γοήτρου μόνο της Ελλάδας να παραμείνουν μικρές ελληνικές δυνάμεις, μακριά όμως από τις τουρκικές περιοχές.
Η έκθεση κατατέθηκε στο Ανώτατο Συμβούλιο την 25 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1919. Ο Κλεμανσό εξέφρασε την έκπληξή του από τις διαπιστώσεις της επιτροπής και επανέλαβε ότι οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν αποσταλεί ως κατακτητές αλλά ως υπηρεσίες μέτρων ειρήνευσης της περιοχής. Μόνο ο Λοϋδ Τζώρτζ πήρε το μέρος της Ελλάδας.
Ο Βενιζέλος χαρακτήρισε την ανάκριση άκυρη και ανέπτυξε τις ελληνικές θέσεις ότι δεν μπορεί να μην επισημάνει την εχθρότητα των Τούρκων και των Ελλήνων, αλλά και το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι, έχασαν τις ιδιαίτερες διευκολύνσεις που παρείχαν οι Τούρκοι, ενώ οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τους πολίτες εξίσου. Συνέβησαν, είπε, υπερβασίες, αλλά η Ελληνική κυβέρνηση τιμώρησε τους καταχραστές. Πρέπει να σημειωθεί ότι το στρατοδικείο της Σμύρνης καταδίκασε σε θάνατο έναν εύζωνα και έναν ελληνικής καταγωγής πολίτη. Οι αποφάσεις εκτελέσθηκαν αυθημερόν.
Ο Κλεμανσό διατύπωσε την εντολή της συνέχειας του ρόλου της Ελλάδας αλλά επλανάτο το ερώτημα τι θα γινόταν αν η Τουρκική πλευρά σκλήραινε τη στάση και την αντίθεσή της και η Ελλάς ήταν αβοήθητη από τους Συμμάχους;
Απαντώντας ο Βενιζέλος είπε ότι ασφαλώς η Ελλάδα θα αύξανε τις οικονομικές υποχρεώσεις της. Διέθετε στρατό 325.000 ανδρών, οργανωμένο σε 12 μεραρχίες και αν η Επιτροπή της ανάθετε την εντολή της υποταγής της Τουρκίας που διέθετε 75.000 στρατιώτες, θα μπορούσε να το πράξει. Όμως αν η κατάσταση διαιωνίζονταν επί μακρόν η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.
Οι ενέργειες του Μουσταφά Κεμάλ
Κατά το χρόνο αυτό σημειώνονταν στο εσωτερικό της Τουρκίας σημαντικές εξελίξεις. Ο Μουσταφά Κεμάλ όταν διορίσθηκε επιθεωρητής του στρατού των ανατολικών περιοχών είχα αποβιβασθεί την 6/19 Μαΐου 1919 στη Σαμψούντα, χωρίς να καταστεί δυνατό να παρεμποδισθεί η αναχώρηση του από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κεμάλ κατάργησε το Νεοτουρκικό κομιτάτο και ίδρυσε αντ’ αυτού την «Ένωση για την υποστήριξη των δικαιωμάτων των ανατολικών επαρχιών».
Στη συνέχεια συγκάλεσε τους στρατιωτικούς διοικητές και κατάρτισαν σχέδιο κοινής ενέργειας , που περιείχε συντονισμό και εξοπλισμό των ατάκτων, δημιουργία κανονικού στρατού, εκπαίδευση του, αλλά το σπουδαιότερο αποφασίσθηκε η σύγκλιση εθνοσυνέλευσης στην Σεβάστεια προς δημιουργία νέας κυβέρνησης στην Ανατολή, αφού η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης δεν είχε καμία ισχύ, ελεγχόμενη πλήρως από τους Συμμάχους.
Την 20 Ιουνίου /3 Ιουλίου ο Κεμάλ πήγε στο Ερζερούμ, πρωτεύουσα της Αρμενίας και εκεί διέταξε την ανάκληση υπό τα όπλα όλων των ικανών ανδρών και την μη παράδοση του οπλισμού στις συμμαχικές δυνάμεις.
Ύστερα από αυτά οι δυνάμεις του Κεμάλ, διαρρήξαντες τις αποθήκες του συμμαχικού στρατού άρπαξαν όπλα και πυρομαχικά, σημειώνοντας έτσι σοβαρή επιτυχία στη προσπάθεια εξοπλισμού τους. Ταυτόχρονα συνέχισαν τις προσπάθειες σύγκλισης εθνικού συνεδρίου, για την δημιουργία κυβέρνησης.
Οι Ελληνικές δυνάμεις, εκτός του τουρκικού προβλήματος, είχαν να αντιμετωπίσουν και τις Ιταλικές αξιώσεις στην περιοχή. Οι προστριβές των ελληνικών δυνάμεων με τις Ιταλικές ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Η συνάντηση του Βενιζέλου με τον Ιταλό Τιτόνι, κατέληξε σε συμφωνία. Εκτός του διακανονισμού των συνόρων στην Μ. Ασία, η συμφωνία περιλάμβανε και άλλα σημεία: Η Ιταλία αποδεχόταν την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης και της Κορυτσάς, ενώ η Ελλάδα αναγνώριζε τις Ιταλικές αξιώσεις στην Αυλώνα και αποδεχόταν διεθνή εντολή της Ιταλίας επί της Αλβανίας, καθώς και την διαρκή ουδετερότητα των στενών της Κέρκυρας. Ως προς τα Δωδεκάνησα, η Ιταλία αναγνώριζε την παραχώρηση των στους Έλληνες, πλην της Ρόδου, που θα εξαρτιόταν η τύχη της σε σχέση με την τύχη της Κύπρου.
Εν πάση περιπτώσει παρά την καθορισθείσα διαχωριστική γραμμή , η κατάσταση στη Μικρά Ασία από στρατιωτικής απόψεως, παρέμενε αμετάβλητη. Ο Διοικητής του Ελληνικού στρατού με συνεχείς εκθέσεις του προς τον Στρατηγό Μίλν του γνωστοποιούσε τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα, αφού οι Τούρκοι δεν εφάρμοζαν καμία υποχρέωσή τους. Από την άλλη πλευρά η Τουρκική Κυβέρνηση διαμαρτύρονταν προς τον Μίλν ότι ο Ελληνικός στρατός βομβάρδιζε κατοικημένες περιοχές και έκανε επιδρομές στις περιοχές του Αϊδινίου και της; Μαγνησίας.
Τέλος, κατόπιν αποφάσεως του Ανωτάτου Συμβουλίου στο Παρίσι καθορίσθηκε διαχωριστική γραμμή. Οι Ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν στη νέα γραμμή. Η περιφέρεια του Αϊδινίου θα παρέμενε σε Ελληνικά χέρια, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα αποσύρθηκαν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από της διαχωριστικής γραμμής, φυσικά όχι χωρίς αντίσταση.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ