Η κατάσταση στη Μικρά Ασία.
Στη Μικρά Ασία η κατάσταση λήγοντος του 1919 δεν είχε μεταβληθεί.
Του Κώστα Τζέκη
Την 12/25 Δεκεμβρίου 1919 αφίχθη στη Σμύρνη ο αντιστράτηγος Κομν. Μηλιώτης, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, η οποία περιλάμβανε τον Α΄ Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης. Μέχρι τότε τη Διοίκηση του Στρατού εξασκούσε το Α΄ Σώμα, πλην η δύναμη εκστρατείας είχε προσωπικό δύο Σωμάτων και δεν μπορούσε πλέον να ασκεί τη Διοίκηση με την υπάρχουσα δομή του.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1920 η δύναμη του Ελληνικού στρατού ήταν 2.400 Αξιωματικοί, 62.743 Οπλίτες και 22.285 κτήνη. Επί πλέον υπήρχε αεροπορικός τομέας στο Καζαμίρ και αεροπορική ναυτική μοίρα με έδρα τη Σμύρνη.
Εν των μεταξύ οι πληροφορίες που έφθαναν στα αυτιά των Ελλήνων ήταν ανησυχητικές. Οι Τούρκοι ενίσχυαν το μέτωπο Αχμετλί- Φιλαδέλφειας, συγκέντρωναν δυνάμεις στις περιοχές Κιόσκ και Ναζλί και όλες οι ενδείξεις συνέτειναν σε επικείμενη δυναμική τους ενέργεια.
Προ των πληροφοριών αυτών πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στη Χίο υπό την Προεδρία του Βενιζέλου, ο οποίος είχε εν των μεταξύ επιστρέψει από το Παρίσι. Στη σύσκεψη παρίστατο ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης, ο Διοικητής της Στρατιάς Μηλιώτης και οι διοικητές των δύο σωμάτων του στρατού.
Στη σύσκεψη αποφασίσθηκε να συγκροτηθεί η Στρατιά της Μ. Ασίας σε δύο Σώματα υπό τους αντιστράτηγους Νίδερ και Ιωάννου. Ταυτόχρονα ενισχύθηκε η Στρατιά με μια Μεραρχία που συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκης και ονομάσθηκε Μεραρχία Κυδωνιών, υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχου Οθωναίου. Χώρος στάθμευσης καθορίσθηκε η περιοχή της Σμύρνης. Από τον Φεβρουάριο εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και ο Παρασκευόπουλος και ασκούσε την διοίκηση προσωπικώς.
Ο Παρασκευόπουλος μόλις εγκαταστάθηκε ζήτησε από τον Πρωθυπουργό ελευθερία ενεργειών. Ο Βενιζέλος του διαμήνυσε από το Λονδίνο να μην μεταβληθούν σε καμία περίπτωση και με καμία αφορμή τα σύνορα χωρίς την έγκριση του Μίλν.
Το Συμβούλιο των Πρωθυπουργών
Τον Φεβρουάριο 1920 το Συμβούλιο Των Πρωθυπουργών που εν των μεταξύ είχε αντικαταστήσει το Ανώτατο Συμβούλιο συνήλθε στο Λονδίνο για να ασχοληθεί με το Ανατολικό ζήτημα. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις φάνηκαν διστακτικές να δημιουργήσουν ένα σύστημα εντολών προς την Τουρκία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάψει να μετέχουν στις Διασκέψεις και είχε διαλυθεί κάθε ελπίδα ότι θα δέχονταν οτιδήποτε σε βάρος της Τουρκίας. Οι Κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας δεν είχαν καμία διάθεση να κηδεμονεύουν τμήματα της Οθωμανικής Τουρκίας και είχαν τη βεβαιότητα ότι θα έπρατταν το ίδιο και οι Ιταλοί, αν βεβαίως αποχωρούσαν από την Ασία και οι Έλληνες. Ο Γάλλος Πρωθυπουργός μάλιστα εξέφρασε την άποψη ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να συντηρήσει στρατό εκστρατείας χωρίς οικονομική ενίσχυση και ότι θα αρκούνταν στην ικανοποίηση της προσάρτησης της Θράκης.
Μάλιστα δεν δέχθηκαν τη γνώμη του Βενιζέλου γιατί εκτίμησαν ότι θα ήταν δύσκολο για τον Έλληνα Πρωθυπουργό να δηλώσει ότι αποσύρεται από την Μικρά Ασία.
Τον επόμενο μήνα συναντήθηκαν εκ νέου οι Πρωθυπουργοί της Μεγ. Βρετανίας και της Γαλλίας .Τώρα όμως είχαν επέλθει σοβαρές μεταβολές. Ο Κλεμανσό αντικαταστάθηκε από τον Μιλλεράν και στη σύσκεψη παρίστατο και ο Ιταλός Πρωθυπουργός Νίττι. Ο Ιταλός και ο Γάλλος υποστήριξαν την άποψη ότι έπρεπε να συνάψουν με την Τουρκία συνθήκη ειρήνης και ότι δεν μπορούσαν να μην αφήσουν την Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους. Συνεπώς η πρόταση του Βενιζέλου για δημιουργία στην Κωνσταντινούπολη διεθνούς κέντρου αποφάσεων ήταν πλέον ανεφάρμοστη. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Λόυδ Τζώρτζ αγωνίζονταν στο Συμβούλιο πάντοτε υπέρ του Βενιζέλου, αλλά αντιμετώπιζε αντιδράσεις στους κόλπους της Κυβέρνησής του. Προ αυτής της εξέλιξης, ο Τζώρτζ πρότεινε να διατηρηθεί αυτόνομη η Σμύρνη υπό Ελληνική διοίκηση αλλά υπό την Κυριαρχία του Σουλτάνου.
Η διάσκεψη του Σαν Ρέμο
Δύο μήνες αργότερα οι αρχηγοί των κυβερνήσεων της Αγγλίας της Γαλλίας και της Ιταλίας συνήλθαν σε διάσκεψη στο Σαν Ρέμο της Ιταλικής Ριβιέρας. Η διάσκεψη αυτή κράτησε μόνο μια εβδομάδα. Εν τω μεταξύ είχαν μεσολαβήσει αρκετά γεγονότα που διεύρυνε το χάσμα που χώριζε τους τρεις συμμάχους. Οι Γάλλοι αυθαίρετα και χωρίς να ενημερώσουν κανέναν είχαν καταλάβει Γερμανικές περιοχές, για να εκβιάσουν την εκκένωση του Ρούρ από τους Γερμανούς. Ο Ιταλός Πρωθυπουργός απαιτούσε να επανασυνδεθούν οι εμπορικές σχέσεις της Ιταλίας με την Κομμουνιστική Ρωσία, πράγμα που προϋπέθετε την αναγνώριση του νέου καθεστώτος. Και οι δύο πέτυχαν των σκοπών τους. Και όπως ήταν φυσικό έγιναν δεκτές και οι προτάσεις του Άγγλου Πρωθυπουργού. Αυτός ζήτησε καθεστώς πενταετούς ελληνικής κυριαρχίας στη Σμύρνη υπό την ψιλή κυριαρχία του σουλτάνου με δημιουργία τοπικής βουλής και ενδεχόμενο δημοψήφισμα.
Η Τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε, αλλά προ του κινδύνου να χάσει την Κωνσταντινούπολη, συμφώνησε.
Όταν πάρθηκε απόφαση στον Σαν Ρέμο περί πενταετούς ελληνικής κυριαρχίας στη Σμύρνη, ο στρατάρχης Φός παρέθεσε τις δυσχέρειες της επιχείρησης. Τη συζήτηση προκάλεσε ο Ιταλός Πρωθυπουργός γιατί ο Φός για να επιβάλει τη Συνθήκη στους Τούρκους, ζήτησε 27 μεραρχίες, περίπου 400.000 άνδρες συνολικά. Όταν ρωτήθηκε ο Βενιζέλος τι διέθετε η Ελλάδα, απάντησε ότι διέθετε 6 μεραρχίες στη Σμύρνη, τρεις στην Ανατολική Μακεδονία και μια στην Ήπειρο. Επιπλέον μπορούσε να καταστήσει ετοιμοπόλεμες άλλες τέσσερις μεραρχίες. Φυσικά οι δυνάμεις αυτές απείχαν πολύ των 27 μεραρχιών και κανένας σύμμαχος δεν ήταν διατεθειμένος να ενισχύσει την Ελλάδα.
Ο στρατάρχης Ουίλσον γράφει σχετικά στο ημερολόγιό του της 6/19 Μαρτίου 1920: Ο Ουϊνστον ( Τσόρτσιλ) και εγώ επεράσαμεν μίαν ώραν με τον Βενιζέλον σήμερον το απόγευμα. Του κατεστήσαμεν σαφές ότι ούτε εις άνδρας, ούτε εις χρήματα, ούτε εις την Θράκην, ούτε εις την Σμύρνην θα εβοηθούσαμεν τους Έλληνας, διότι είχομεν ήδη αναλάβει περισσοτέρας υποχρεώσεις από όσας θα ηδύνατο να επιτελέσει ο μικρός στρατός μας. Του είπα ότι θα καταστρέψει την χώραν του , ότι θα ευρίσκετο επί έτη εις πόλεμον με την Τουρκίαν και την Βουλγαρίαν και ότι η αποστράγγισις εις άνδρας και χρήματα θα ήτο υπέρ το δέον μεγάλη δια την Ελλάδα. Μου είπεν ότι δεν συμφωνεί ούτε εις μιαν λέξιν από όσα είπα.
Κατά το τέλος Φεβρουαρίου ο Βενιζέλος ρωτούσε τον Παρασκευόπουλο αν θα μπορούσε η Ελλάδα να καταφέρει ισχυρό πλήγμα κατά του εχθρού, αν τους παρείχετο εξουσιοδότηση. Ο Παρασκευόπουλος απάντησε ότι και να μην ήταν το πλήγμα ισχυρό θα λειτουργούσε σε βάρος του ηθικού των Τούρκων. άλλωστε προσέθεσε ότι θα μπορούσε να συλλάβει μεγάλη δύναμη αιχμαλώτων και να κατάσχει πολεμοφόδια, οπότε η αναπλήρωσή τους θα ήταν προβληματική.
Τον Μάρτιο παρασχέθηκε εξουσιοδότηση της επιθέσεως των Ελληνικών δυνάμεων εφ’ όσον θα είχαν δεχθεί επίθεση από τους Τούρκους και η εξουσιοδότηση να εξέλθουν των συνόρων και πλέον των τριών χιλιομέτρων, αλλά να επανέλθουν στις θέσεις τους, μετά την εκπλήρωση της αποστολής τους.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ