Του Κων/νου Τζέκη
Απέργησαν τα εργατικά συνδικάτα και συγκεντρώθηκαν οι εργαζόμενοι και οι υπάλληλοι στις πλατείες των πόλεων, να διαλαλήσουν τις απαιτήσεις τους και να φωνάξουν για την επιστροφή των χαμένων παροχών τους.
Σωστά και έτσι θα πρέπει να γίνεται σε μια ευαίσθητη και διεκδικητική κοινωνία η οποία θα πρέπει να απαιτεί για την καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων της.
Είχαμε καιρό να δούμε τέτοια αντίδραση λες και ο εργατικός ή καλύτερα ο εργαζόμενος κόσμος ξύπνησε από μια χειμερία νάρκη που διαρκούσε επί πολλά χρόνια.
Λέμε πολλά χρόνια γιατί στα χρόνια τα δίσεκτα, μειώθηκαν μισθοί και συντάξεις, χάθηκαν θέσεις εργασίας, φύγανε χρήματα στο εξωτερικό, θησαύρισαν οι μάγκες και οι πολιτικοί και λες και μας είχαν ψεκάσει όπως έλεγε κάποιος αρχηγός πολιτικού κόμματος, δεν άκουγες καμία φωνή της μάζας, πλην αυτής που έλεγε ότι οι Γερμανοί θέλουν να μας καταστρέψουν και τέτοιες μπαρούφες για τον απλό κοσμάκη. Έφταιγε, λοιπόν, το μνημόνιο αλλά ποτέ κανένας πολιτικός. Ποτέ κανένας τραπεζίτης, κανένας αρμόδιος. Μόνο το μνημόνιο. Έφταιγε ένα χαρτί που περιείχε τα χρέη μας και τις υποχρεώσεις μας.
Αφού διευκολύναμε όλους τους αρχηγούς των κομμάτων, για την ακρίβεια μόνο το ΚΚΕ έμεινε στην απέξω, μπορεί να μην το ήθελε, να γίνουν Πρωθυπουργοί και Πρόεδροι και Ευρωπαϊκοί παράγοντες, τώρα πάλι στην εσωστρέφεια να διυλίζουμε τον κώνωπα και να φτιάχνουμε ιστούς αράχνης για τα μικρά έντομα. Τα μεγάλα τα αφήνουμε να αλωνίζουν.
Μειώσαμε τον ΦΠΑ στην εστίαση, αλλά αυτόν που πουλά χωρίς αποδείξεις δεν τον επαναφέραμε σε διπλάσιο ΦΠΑ, έτσι να τον εξαναγκάσουμε να συμμορφωθεί. Απ’ εναντίας τον βάζουμε εκατό ευρώ πρόστιμο και αυτός για να μας ευχαριστήσει, ξυλοφορτώνει τους φουκαράδες υπαλλήλους που μας εκπροσωπούν. Αντί δε να κηρύξουμε τα μαγαζιά αυτά σε καραντίνα και να τα εξαναγκάσουμε σε κλείσιμο, γεμίζουμε τις αίθουσες από…συμπάθεια.
Κάθε χρόνο αρχίζουν τα σχολεία μας και αντί να καλύπτονται οι πραγματικές θέσεις των διδασκόντων, υπάρχουν σχολεία με σοβαρές ελλείψεις δασκάλων, ρυπαρά, ετοιμόρροπα, αποκρουστικά. Όπως κάθε χρόνο. Όπως κάθε σχολική χρονιά. Το περίεργο είναι ότι πριν το κουδούνι, βγαίνει ο Υπουργός και χωρίς να ντρέπεται, ανακοινώνει στους χαχόλους, ότι είναι όλα έτοιμα.
Κάθε χρόνο πλημμυρίζουμε από μια βροχούλα και αντί να πάρουμε μέτρα αποτροπής των πλημμυρών, μελετούμε έργα για να οικονομήσουν οι δικοί μας εργολάβοι και ας αφήνουν τα έργα ημιτελή και κακό-κατασκευασμένα. Ύστερα περνάνε χρόνια και ζαμάνια για να επαναδημοπρατηθεί το ημιτελές έργο και μείς πληρώνουμε τα μαλλιοκέφαλα μας.
Κάθε χρόνο σκοτώνονται εκατοντάδες άνθρωποι στο δρόμο και τραυματίζονται χιλιάδες και αντί να πιάσουμε το πρόβλημα από τη βάση του, στέλνουμε χιλιάδες συνταξιούχους για επανεξέταση, έστω και αν στη ζωή τους δεν έκαναν ούτε υλικές ζημίες. Το κάνουμε αυτό γιατί λένε οι γιατροί χορηγούν πιστοποιητικά υγείας σε ανήμπορους και αντί να τιμωρήσουμε την αιτία του κακού τιμωρούμε αθώους και ανίσχυρους να αντισταθούν πολίτες.
Η χώρα μαστίζεται από τις ουσίες, οι κατασχεθείσες ποσότητες μαρτυρούν το μέγεθος της ουσιοκατανάλωσης και αντί να πάρουμε μέτρα αποτροπής των επιπτώσεων, επιτρέπουμε να οδηγούν εξαρτημένοι και να χαιρετούν παραπαίοντας τους ανήμπορους να τους ελέγξουν τροχονόμους.
Σε λίγο κλείνουν ως ρυπογόνα, σιγά το νέο, τα εργοστάσια της ΔΕΗ και ούτε ένα μέτρο για την εκβιομηχάνιση της περιοχής. Στο τέλος θα παραδοθούν οι περιοχές στους αλλοδαπούς, να σπέρνουν λαμπογυάλια.
Για να πάρει κάποιος την δικαιούμενη σύνταξη, από τον φορέα που τον μισθοδοτεί, πρέπει να μαζέψει δεκάδες χαρτιά και βεβαιώσεις, άραγε αυτοί που τα δέχονται που τα αρχειοθετούν; να τους τα ξανά στείλει και να περιμένει καμιά δεκαριά μήνες και βάλε για τα αυτονόητα.
Ταλαιπωρείται ο πολίτης και τρέχει να εφοδιασθεί με κρατικά πιστοποιητικά γέννησης, θανάτου, γάμου κλπ. να τα υποβάλει στο ίδιο το κράτος που τα κατέχει και του τα προσκομίζει, για να τύχει κάποιας παροχής.
Αν καθίσει κάποιος να καταγράψει όλες τις εκτροπές του δημόσιου βίου, θα πρέπει να γεμίσει τόμους και τόμους.
Κάθε πρωί ένας Διοικητής της ασφάλειας έλεγε στον Προϊστάμενο του ότι απόψε είχε η πόλη ησυχία, κάθε φορά που δεν είχε τίποτα να αναφερθεί.
Δηλαδή η πόλη κοιμήθηκε ήσυχα; έλεγε ο Διευθυντής του. Δηλαδή θέλεις να μας πεις ότι το έγκλημα κοιμάται ή ότι οι άνδρες σου κοιμούνται; Κοιμάται ποτέ το έγκλημα; Μα αν δεν κάνει μια βραδιά μια ενέργεια παράνομη, προετοιμάζεται για μια τέτοια.
Έτσι και στη ζωή. Όταν οι κοινωνία κοιμάται πάντοτε οι βιαστές της θα την βιάζουν. Με κάθε τρόπο και όπως μπορούν.
Το να δικαιολογούνται συνεχώς οι πολιτικοί με ένα “λυπάμαι”, μπορεί να είναι πολιτικά ορθό, αλλά συγχρόνως είναι και ύψιστη ύβρις για τους ανθρώπους που ταλαιπωρούνται, αδικούνται ή υποφέρουν από τα αποτελέσματα της λύπης τους.