ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΙΔΕ
β΄. Διάβαση του Αξιού και πορεία προς τη Θεσσαλονίκη
Η προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη και η κατάληψη της επιβαλλόταν να γίνει άμεσα, για πολλούς και σημαντικούς – στρατιωτικούς και διπλωματικούς – λόγους, που δεν επιδεχόταν ουδεμία βραδύτητα.
Σημειώνουμε ότι ο ανεφοδιασμός του στρατού είχε καταστεί δυσχερέστατος.
Πάνω από 100.000 άνδρες υποσιτίζονταν, ενώ, όσο μεγάλωναν οι αποστάσεις, τόσο αύξανε και το πρόβλημα, δεδομένης της άθλιας κατάστασης των χερσαίων δρόμων. Αυτό το μεγάλο πρόβλημα θα λυνόταν άμεσα με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και το μεγάλο λιμάνι της, όπου θα πρόσφερε ασφαλή θαλάσσια μεταφορά τροφίμων και πολεμοφοδίων για τη συνέχιση του πολέμου, δεδομένης της κυριαρχίας του ελληνικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο. Υπήρχαν όμως δύο σημαντικά εμπόδια που καθυστερούσαν τούτη την – πιεστικά – αναμενόμενη εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Το πρώτο ήταν η ζεύξη του Αξιού ποταμού, ένα εγχείρημα δυσχερές, εξαιτίας της καθυστέρησης των αναγκαίων υλικών και της αργοπορίας των μονάδων μηχανικού. Το δεύτερο ήταν η άσχημη εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων της 5ης Μεραρχίας της Στρατιάς, που δρούσε από 12.10.1912 στη Δυτική Μακεδονία. Η πιθανή ανατροπή του πολεμικού σχεδιασμού μετά την ατυχή μάχη του Αμυνταίου (Σόροβιτς), θα αποτελούσε πλήγμα για τις επιχειρήσεις της ελληνικής Στρατιάς. Ευτυχώς οι δυσοίωνες προβλέψεις και οι φόβοι αποφεύχθηκαν, χάρη στην άμεση ανασυγκρότηση της Μεραρχίας, όπως αυτό θα φανεί στην πορεία της έρευνας. Το ίδιο συνέβη και με την επιτυχή ζεύξη του Αξιού, πλησίον της Κουλιακιάς (Χαλάστρα σήμερα), ενώ το βράδυ της 22.10.’12 είχε καταφθάσει από τα ΒΔ ο κύριος όγκος της Στρατιάς και το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στη Γέφυρα (Τόψιν). Τέλος, η διάβαση της Στρατιάς από τον Αξιό υπήρξε πιο εύκολη απ’ ότι αναμενόταν, καθόσον δεν εκδηλώθηκε τουρκική αντίσταση από την ανατολική όχθη του ποταμού. Έτσι ο δρόμος για την κατάληψη της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης ήταν πλέον ελεύθερος.
Βεβαίως, την άμεση κατάληψη της Θεσσαλονίκης την επέβαλαν και άλλοι πολύ σημαντικοί πολιτικοί και διπλωματικοί λόγοι. Η κατάληψη της μεγαλύτερης πόλης και πρωτεύουσας της Μακεδονίας – το «μήλον της Έριδος» ανάμεσα στα φιλόδοξα βαλκανικά κράτη, «αναγόρευε» την Ελλάδα στην Ευρώπη ως το μεγάλο κερδισμένο εκείνης της φάσης της βαλκανικής αναμέτρησης. Η σχετικά εύκολη και ταχεία προέλαση του ελληνικού στρατού, με μικρές απώλειες σχετικά, η κυρίευση μεγάλου μέρους των διαφιλονικούμενων – από τους εταίρους – εδαφών, είχαν προκαλέσει ήδη την έντονη δυσαρέσκεια και ανησυχία των άλλων συμμάχων. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που ωθούσαν εξαρχής των πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών Βενιζέλο να «πιέζει» τη στρατιωτική ηγεσία, για ταχεία προέλαση και άμεση κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ένα ισχυρό «όπλο» στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμμάχων και των Ευρωπαίων, που ήταν βέβαιο ότι θ’ ακολουθούσαν μετά τη λήξη του πολέμου. Έτσι ο Βενιζέλος, μετά τη νικηφόρα μάχη του Σαρανταπόρου (9-10.10.1912) και την απρόσκοπτη προέλαση της Στρατιάς προς το χώρο της Δυτικής Μακεδονίας (Κοζάνη – Καϊλάρια – Πτολεμαϊδα) – στις 12 Οκτωβρίου (1912) απέστειλε το κατωτέρω βαρυσήμαντο τηλεγράφημα προς τον Αρχιστράτηγο του ελληνικού Στρατού, διάδοχο Κωνσταντίνο:
«Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήσει η προέλασις του Στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλουν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην.» Ελευθέριος Βενιζέλος – Πρωθυπουργός κα Υπουργός Στρατιωτικών.
Ετσι ακριβώς άρχισε ένας δεκαπενθήμερος – εξαιρετικά επίπονος δοκιμασιών και αγωνίας – «αγώνας δρόμου», του οποίου η έκβαση έκρινε την τύχη της Θεσσαλονίκης, αλλά και την πορεία – και το όραμα – των Ελλήνων κατά τη «Μεγάλη Εξόρμηση» του 1912-1913. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος αρχικά ήταν αποφασισμένος να κινηθεί, με όλες σχεδόν τις δυνάμεις της Στρατιάς, προς το Μοναστήρι. Μετά όμως την ενημέρωση της Αθήνας για τις κινήσεις και τους στόχους των Βουλγάρων, στράφηκε προς τη Θεσσαλονίκη με τις δυνάμεις του (πέντε μεραρχίες) αφήνοντας στο οροπέδιο της Κοζάνης – Καϊλαρίων (Πτολεμαϊδας) την Ε΄ Μεραρχία, με ειδική αποστολή. Τις πρώτες ώρες της 16ης Οκτωβρίου (1912) η εμπροσθοφυλακή της Στρατιάς μπαίνει στη Βέροια και την απελευθερώνει από τον τουρκικό ζυγό, μετά από τυραννία 467 ετών (1912-1436=476). Αμέσως κινείται προς Γιαννιτσά, την ιερή πόλη των Τούρκων. Φτάνοντας ανατολικά της Νάουσας (17.10.1912), η Διοίκηση της Στρατιάς δέχθηκε τηλεγράφημα του ΥΠΕΞ, που την πληροφορούσε για ενδεχόμενες σφαγές και ταραχές στη Θεσσαλονίκη σε βάρος των Ελλήνων από τους Τούρκους, προτρέποντας την να επιταχύνει την πορεία της για την κατάληψη της πόλης. Ακολούθησε η 2ήμερη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών, για να βρεθεί τελικά στις 23.10.1912 ανατολικά του Αξιού, στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, ενώ το Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο χωριό Γέφυρα, δυτικά του Αγίου Αθανασίου. Εδώ, την επομένη (24.10.1912), ο Κωνσταντίνος δέχτηκε αντιπροσωπεία του Σεφήκ πασά και τους προξένους των Δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευτούν την παράδοση της Θεσσαλονίκης υπό όρους, τους οποίους απέρριψε ο Κωνσταντίνος. Το πρωί της 26ης ο Σεφήκ πασάς, επανήλθε στο Στρατηγείο, με νέες προτάσεις παράδοσης της πόλης που και πάλι όμως απορρίφτηκαν από τον Κωνσταντίνο, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις προωθούσαν τις θέσεις τους στα δυτικά, βόρεια και ΒΑ της πόλης, περισφίγγοντας τον κλοιό γύρω απ’ αυτήν, με πρωτοπόρο την 7η Μεραρχία που, στις 26.10. είχε φτάσει στη Μενεμένη, καταλαμβάνοντας διαδοχικά Σίνδο, Διαβατά και Νέα Μαγνησία.
γ΄. Διαπραγματεύσεις, παράδοση και ελεύθερη Θεσσαλονίκη!
Όπως προαναφέραμε ήδη, μετά από αντικειμενικές κυρίως καθυστερήσεις στη διάβαση του Αξιού, που είχε προκαλέσει πολιτικές και άλλες προστριβές μεταξύ του αρχηγού της Στρατιάς διαδόχου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου, ο ελληνικός Στρατός, στις 25 Οκτωβρίου 1912, έφτασε στις παρυφές της Θεσσαλονίκης. Στην έπαυλη Τόψιν (Γέφυρα), όπου είχε εγκατασταθεί ο Κωνσταντίνος με το Στρατηγείο του, έφτασαν με τρένο, οι πρόξενοι των «Μεγάλων Δυνάμεων» της πόλης και ο Σεφήκ πασάς, εκπρόσωπος του Τούρκου διοικητή της πόλης και του στρατού Χασάν Ταχσίν πασά, προκειμένου να διαπραγματευτούν με το διάδοχο την άμεση παράδοση της Θεσσαλονίκης. Κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, οι Τούρκοι έθεσαν ως όρο την παραμονή του τουρκικού στρατού με τον οπλισμό του στο στρατόπεδο του Καραμπουρνού, ως το τέλος του πολέμου. Ο διάδοχος όμως απέρριψε το αίτημα των Τούρκων, διέκοψε κάθε διαπραγμάτευση και αξίωσε την άνευ όρων παράδοση του τουρκικού στρατού, δίνοντας προθεσμία μέχρι την 6η π.μ. ώρα της επομένης 26.10.1912. Τα χαράματα της 26ης Οκτωβρίου η τουρκική αντιπροσωπεία – με τον Σεφήκ πασά – επανήλθε στη Γέφυρα (Τόψιν), θέτοντας ως νέο όρο τη διατήρηση 5000 τυφεκίων, για τις ανάγκες των νεοσυλλέκτων του τουρκικού στρατού, όρος που απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο, καθόσον αντιλήφθηκε σκόπιμη κωλυσιεργία. Έδωσε μάλιστα 2ωρη προθεσμία στην τουρκική διοίκηση ν’ απαντήσει και διαταγή σε όλες τις μεραρχίες να είναι έτοιμες για εφόρμηση κατάληψης της πόλης. Επειδή όμως η 2ωρη προθεσμία είχε παρέλθει χωρίς ν’ απαντήσουν οι Τούρκοι, και επειδή ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε την προσέγγιση μονάδων της 7ης Μεραρχίας του βουλγαρικού στρατού στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης, το Επιτελείο της Στρατιάς εξέδωσε «κατεπείγουσα» διαταγή προς όλες τις ελληνικές δυνάμεις για άμεση κατάληψη της πόλης, το μεσημέρι της 26.10.1912.
i Παράδοση άνευ όρων του τουρκικού στρατού και της Θεσσαλονίκης
Τελικά όμως η εφόρμηση κατάληψης της πόλης καθώς και ό,τι θα επακολουθούσε στη συγκυρία εκείνη αναβλήθηκε την έσχατη ώρα, εξαιτίας της αλλαγής θέσεων των Τούρκων. Συγκεκριμένα, στις 2η μ.μ ώρα της 26ης Οκτωβρίου 1912, ανήμερα της εορτής του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου, οι Τούρκοι διαπραγματευτές επέστρεψαν στην έπαυλη Τόψιν – για τρίτη φορά – αναφέροντας πως «ο Ταχσίν πασάς είχε δεχτεί να παραδώσει άνευ όρων τη Θεσσαλονίκη στις ελληνικές δυνάμεις». Η 2η μ.μ ώρα της 26ης Οκτωβρίου 1912 είναι η πολυπόθητη ώρα της απελευθέρωσης της «Συμβασιλεύουσας» του Βυζαντινού Ελληνισμού μετά από 428 ετών οθωμανικής δουλείας (1912-1430=482). Αμέσως δόθηκαν διαταγές του Επιτελείου της Στρατιάς προς την 7η Μεραρχία, που απελευθέρωσε την Πιερία ενισχυμένη με δύο τάγματα Ευζώνων, να εισβάλει στη Θεσσαλονίκη και να προκαταλάβει συγκεκριμένες θέσεις, αποτρέποντας πιθανή προσπάθεια των Βουλγάρων να εισέλθουν στην πόλη, προβάλλοντας οποιαδήποτε αιτιολογία εισόδου. Συγχρόνως, παραδίδονται 25.000 άνδρες του τουρκικού στρατού και όλες οι αποθήκες, πλήρεις πολεμικού υλικού, ενώ, η πολιτική και διπλωματική σημασία της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης ήταν ανεκτίμητη, όπως αποδείχθηκε κατά την πορεία των επιχειρήσεων.
ii Επιτέλους ελεύθερη η Θεσσαλονίκη μετά από 482 ετών δουλείας!…
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης έγινε τελικά αμαχητί. Οι δυσχέρειες όμως και οι επιπλοκές της υπογραφής του πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης και του τουρκικού στρατού είχαν εξελιχθεί σε ένα πολιτικό – διπλωματικό θρίλερ για γερά νεύρα! Σήμερα – 100 χρόνια μετά τα γεγονότα εκείνα, που καθόρισαν την πορεία της πατρίδας μας κατά τους μεταγενέστερους αιώνες – γνωρίζουμε πολλά και σημαντικά στοιχεία ιστορικότητας των γεγονότων και των πρωταγωνιστών της «Μεγάλης Εξόρμησης» του 1912-1913, χάρη στις ερευνητικές μελέτες πολλών ιστορικών.
Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς δε διέθετε τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνάμεις για να προβάλει άμυνα στην προέλαση των Ελλήνων ή να αποτρέψει κάθοδο των Βουλγάρων στο Αιγαίο, κι ούτε είχε κάποια διάθεση να ευνοήσει την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, κάτω από την πίεση των γεγονότων το «Πρωτόκολλο» της συνθήκης παράδοσης της πόλης και των καζάδων του σαντζακίου Θεσσαλονίκης υπογράφηκε τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου 1912. Συγκεκριμένα, από ελληνικής πλευράς το υπέγραψαν οι επιτελικοί αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατηγείου, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς. Ως ημερομηνία στο έγγραφο αναγράφηκε η 26η, διότι η καθυστέρηση οφειλόταν αποκλειστικά στις παλινδρομήσεις των Τούρκων. Ο αξιωματικός Διονύσιος Γεωργίου, υπασπιστής του διοικητή του 6ου Συντάγματος Μεσολογγίου της 3ης Μεραρχίας, αφηγείται σχετικά με την υπογραφή του «Πρωτοκόλλου» παράδοσης της Θεσσαλονίκης και την παρελκυστική τακτικών των Τούρκων, τα εξής:
«Το πρωτόκολλο άρχισε να γράφεται στη γαλλική γλώσσα ταυτόχρονα από έναν Τούρκο αξιωματικό και τον Ιωάννη Μεταξά. Ο πασάς, από τη στενοχώρια του έλεγε στα ελληνικά: «- Αχ, τύχη που την είχα, να παραδώσω αύριο το ξίφος μου εις τον Έλληνα διάδοχο!». Τότε ο Δούσμανης του είπε: «-Στρατηγέ μου, επεδείξατε στρατιωτικήν ικανότητα, ανδρείαν και αρετήν, πράγματα που θα γράψει για σας με χρυσά γράμματα η ιστορία.» Ο πασάς απάντησε: «Ό,τι κι αν γράψει η ιστορία, εγώ αύριο δεν θα είμαι τίποτα!». Οι διαπραγματεύσεις έληξαν περί το μεσονύκτιον, οπότε ο πασάς διέταξε να μας φέρουν τέιον. Τα πρωτόκολλα παραδόσεως και παραλαβής υπεγράφησαν ακριβώς την 12ην ώραν, το μεσονύκτιον (σ.σ δηλαδή της 26ης προς 27η Οκτωβρίου 1912), ότε εγερθέντες, εχαιρετίσαμεν στρατιωτικών και δια χειραψίας τόσον τον αρχιστράτηγον του τουρκικού στρατού, όσον και τους παρευρεθέντες Τούρκους. Εξελθόντες της αίθουσας και κατερχόμενοι της κλίμακος, κατεχόμενος από έξαλλον χαράν, συνεχάρην αμφοτέρους, τους Δουσμάνην και Μεταξά, ευχόμενος να υπογράψουν σχετικά πρωτόκολλα και εις την Πόλιν εκείνοι ήταν συγκινημένοι!» καταλήγει ο αυτόπτης λοχαγός Γεωργίου. Ήδη, από το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου, οι μονάδες της 7ης Μεραρχίας είχαν προσεγγίσει τις παρυφές της πόλης από δυτικά – βορειοδυτικά και κατά τη γραμμή Μενεμένης – Ωραιοκάστρου – Ευκαρπίας, περιμένοντας διαταγή να εισβάλουν στην πόλη, ενώ απείχαν ήδη δύο μόλις χλμ.από το κέντρο της Θεσσαλονίκης! Συγχρόνως σχεδόν, το επιτελείο πληροφορείται ότι η εμπροσθοφυλακή της 7ης μεραρχίας του βουλγαρικού στρατού είχε προσεγγίσει τη Μπάλτζα (το Μελισσοχώρι), ενώ τα ελληνικά τμήματα της 2ης Μεραρχίας που είχαν προκαταλάβει καίριες θέσεις στην Κριθιά, Άσσηρο, Δρυμό και Μπάλτζα δεν είχαν διαταγή δράσης εναντίον τους, δεδομένου ότι, τυπικά τουλάχιστον, ήμασταν σύμμαχοι με τους Βουλγάρους. Πάντως τις πρώτες πρωινές ώρες της 27.10.1912, οι 10.000 άνδρες της 7ης Μεραρχίας είχαν μπει στην πόλη και είχαν καταυλιστεί στις αποθήκες του Σιδηροδρομικού Σταθμού και στις εγκαταστάσεις της ζυθοποιίας «Όλυμπος». Το όραμα για ελευθερία του Βόρειου Ελληνισμού γινόταν πραγματικότητα!