Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Σαιδέ
α΄ . Κήρυξη του πολέμου – Σχέδιο επιχειρήσεων « Τόλμη προς το άγνωστο»
Προαναφέραμε ότι, παρά τις αντιδράσεις των Γάλλων, κυρίως, αλλά και των Αγγλων και των Αυστριακών, και των Ρώσων, για την αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια και παρά τους φόβους τους για τις συνέπειες που θα είχε ένας πόλεμος για τα συμφέροντά τους η «Βαλκανική Συμμαχία» κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για τους λόγους που επισημάναμε. Οι σύμμαχοι λοιπόν, εκμεταλλευόμενοι την ήττα της Τουρκίας από την Ιταλία στην Αφρική ( Λιβύη, 1911) και την ταραχώδη κατάσταση στην Αλβανία πίεσαν το σουλτάνο για εκχώρηση μεταρρυθμίσεων στους υπόδουλους, επιδιώκοντας ρήξη και κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας. Στις 20.9.1912 ζήτησαν από το σουλτάνο, με κοινή διακοίνωσή τους, εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου (13.7.1978). Η Τουρκία όμως, αντί απαντήσεως στους συμμάχους, Βουλγάρους, Σέρβους, Έλληνες και Μαυροβούνιους, ανακάλεσε τους πρέσβεις της από τις πρωτεύουσές τους, ενέργεια που σήμαινε πόλεμο! Έτσι η «Βαλκανική Συμμαχία» με κοινή διακοίνωση προς την «Υψηλή Πύλη» (4.10.1912), κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, επίσημα πλέον σημειώνοντας:
«Της Υψηλής Πύλης μη δούσης απάντησιν εις την ταυτόσημον διακοίνωσιν, την οποίαν αι κυβερνήσεις Βουλγαρίας, Ελλάδος και Σερβίας απηύθυναν προς αυτήν την 20ην Σεπτεμβρίου 1912, αναγκάζονται – αι κυβερνήσεις αύται, προς μεγίστην των λύπην να προστρέξουν εις την δύναμην των όπλων, επιρρίπτουσαι την – επί τούτω – ευθύνην εις την Οθωμανικήν κυβέρνησιν».
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 το Μαυροβούνιο, μετά από συνεννόηση με τους συνεταίρους του, κήρυξε πρώτο τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και κατόπιν, την ίδια μέρα, ακολούθησαν η Σερβία και η Βουλγαρία. Την επομένη, 5 Οκτωβρίου 1912, έμπαινε και η Ελλάδα στον κοινό αγώνα εναντίον της Τουρκίας, προκειμένου να διεκδικήσει με τα όπλα τα απαράγραπτα εθνικά της δίκαια, μετά από πέντε και πλέον αιώνες απερίγραπτης δουλείας του Βόρειου Ελληνισμού. Κατά το σχέδιο επιχειρήσεων των συμμάχων, θα έπρεπε να αποκοπεί η δύναμη των Τούρκων στη Θράκη και να εμποδιστεί κάθε συνεργασία της με τις τουρκικές δυνάμεις στη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Αλβανία, με απώτερο στόχο την απομόνωση της Κωνσταντινούπολης. Για την επιτυχία του σχεδίου αυτού θα έπρεπε Βούλγαροι, Σέρβοι και Έλληνες να δράσουν συγχρόνως κατά των τουρκικών δυνάμεων στη Θράκη και στη Μακεδονία. Έτσι ο βουλγαρικός στρατός επετέθηκε (4.10.1912) κατά των Τούρκων στη Θράκη και οι ελληνικές και οι σερβικές δυνάμεις εξόρμησαν (5.10.1912) κατά των Τούρκων στη Μακεδονία.
Ήταν σαφές ότι η Ελλάδα, στις 5 Οκτωβρίου 1912, «τόλμησε προς το άγνωστο» κατά τη ρήση του τότε πρωθυπουργού Βενιζέλου. Μάλιστα τόλμησε με υπολογισμό και όραμα ελευθερίας, κάτι που δεν έπραξε στις επαναστάσεις του 1854, του 1878 και στο Μακεδονικό Αγώνα. Η Ελλάδα του 1912 δεν κάμφθηκε από τις προκλήσεις των Τούρκων και από τα συνοριακά επεισόδια, που ήταν καθημερινά «συνήθη γεγονότα» της μεθορίου, ούτε από τις «ανησυχίες» και τις έντονες πιέσεις των Δυνάμεων, για την αποτροπή και τη γενίκευση του πολέμου. Στις 27.9.1912 οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις απηύθυναν κοινή διακοίνωση προς τα κράτη – μέλη της «Βαλκανικής Συμμαχίας» αποδοκιμάζοντας τη διατάραξη της ειρήνης, επιμένοντας κατηγορηματικά ότι δε θα δέχονταν καμία παραβίαση του εδαφικού καθεστώτος της Τουρκίας στα Βαλκάνια, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε έκβαση του πολέμου. Υπενθύμιζαν μάλιστα πονηρά τις ρυθμίσεις και τις μεταρρυθμίσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου του 1878, που η Τουρκία δεν είχε ποτέ εφαρμόσει, κοροϊδεύοντας τους Βαλκάνιους υπόδουλους, με την ανοχή των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Η Ελλάδα είχε προπαρασκευαστεί καλά, σε στεριά και θάλασσα, και ήταν σε θέση ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις εκείνου του αγώνα, οδηγούμενη από ικανή και αποφασισμένη πολιτικοστρατιωτική ηγεσία. Ήταν σαφές ότι στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα ήταν έτοιμη να τολμήσει τη «Μεγάλη Εξόρμηση».
β΄. Μέτωπο Θεσσαλίας: Διάταξη δυνάμεων – Μάχη Σαρανταπόρου
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 λοιπόν, άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος, με ευοίωνες συνθήκες και προϋποθέσεις. Με ετοιμοπόλεμο και αξιόμαχο τον ελληνικό στρατό, με σύγχρονο οπλισμό και εκπαιδευμένες ένοπλες δυνάμεις ξηράς και θάλασσας. Τα ελληνικά σύνορα στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία άρχιζαν κατά τη νοητή γραμμή: Βόρεια του Αμβρακικού κόλπου (Άρτα) – νότια του Μετσόβου, που ανήκε στην Τουρκία – κατευθυνόταν ανατολικά, κατά τις κορυφογραμμές Χασίων – Αντιχασίων (Μαλακάσα – Κακοπλεύρι – Αγνάντια – Αγιόφυλλο – Ασποκκλησιά – Μαυρέλι) – νότια ακολούθως, προς κορυφογραμμές Γριζάνου – Ζάρκου – αυχένες Μελούνας (ανάμεσα στον Τύρναβο και την Ελασσόνα), και κατόπιν – βόρεια – βορειοανατολικά στον Κάτω Όλυμπο, για να καταλήξουν στο Θερμαϊκό, ΝΑ του Πλαταμώνα, 700 μ. μόλις από το παλιό χωριό Πόροι.
Οι ελληνικές δυνάμεις ξηράς, κατά την οργάνωση που προαναφέραμε ήδη, σε δύο στρατιές, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, είχαν προωθεί στα σύνορα της Θεσσαλίας κυρίως, από το θέρος του 1912. Η στρατιά Ηπείρου, μικρότερη σε δύναμη (10.500 άνδρες, περίπου), μια μεραρχία δηλαδή, με διοικητή τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, είχε κυρίως αμυντική αποστολή, αρχικά στον ποταμό Άραχθο, εφόσον δεχόταν επίθεση των Τούρκων της Ηπείρου. Ο εξοπλισμός του στρατού ήταν πλήρης. Είχαν παραληφθεί 115.000 καινούργια όπλα. «Malincher», πολυβόλα, πυροβόλα, πεδινά και ορειβατικά, «Schmeider», ενώ ο εφοδιασμός και η ανασυγκρότηση του στρατού είχε αρχίσει από παλαιότερα (1909), ώστε να καταστεί ικανός για εκτέλεση πανστρατιάς, με εξαίρετο μαχητικό φρόνημα. Στις 5 Οκτωβρίου 1912, η στρατιά Θεσσαλίας, συνολικής δύναμης άνω των 100.000 ανδρών – τέσσερις μεραρχίες (Ι,ΙΙ, ΙΙΙ, IV) «ενεργού στρατού» (αξιόμαχες) και τρεις επικουρικές (V,VI, VII), απ’ τις οποίες η μία (VII) παρέμεινε αρχικά στη Λάρισα, ως εφεδρική – ήταν έτοιμη για διάβαση των συνόρων και επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων.
i Διάταξη των δυνάμεων της «Στρατιάς Θεσσαλίας» την 4η.10.1912
Κατά τα επίσημα έγγραφα του ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ και το «Χάρτη διάταξης του Στρατού Θεσσαλίας» την 4.10.1912, όλες οι δυνάμεις της Στρατιάς που αναφέραμε ήδη, ενισχυμένες από μία μεραρχία ιππικού και τέσσερα τάγματα ευζώνων, με επικεφαλής το διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και επιτελάρχη τον υποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή, ήταν παραταγμένες πλησίον των συνόρων της «Μελούνας», όπως λεγόταν τότε η περιοχή από το γνωστό διάσελο Μελούνα, πλησίον του Τυρνάβου. Συγχρόνως διατάχτηκε η 7η (VII) μεραρχία να κινηθεί από τη Λάρισα προς την Ελλασόνα, όπου και έφτασε μέσω Τυρνάβου – Μελούνας τη 12η Οκτωβρίου, χωρίς να προφθάσει να συμμετάσχει στη μάχη του Σαρανταπόρου. Η διάταξη πάντως της στρατιάς Θεσσαλίας είχε ως κύριο στόχο την κατάληψη των στενών του Σαρανταπόρου, ένα στενό πέρασμα μεταξύ Καμβουνίων και Τιτάρου, που η κύρια οχύρωσή του άρχιζε από το Χάνι Σαρανταπόρου και έφτανε μέχρι το Χάνι Καστανιάς και τα Στενά της Πόρτας, μια απόσταση δηλαδή που ξεπερνούσε τα 10 χλμ., με κατεύθυνση από ΝΑ προς ΒΔ και ουσιαστικά άρχιζε από το χωριό Κοκκινόγι και τη συμβολή του δρόμου προς Αγιο Δημήτριο – Στενά Πέτρας – Πιερία και έφτανε μέχρι τα Στενά της Πόρτας, άνω και Ν.Δ. των Σερβίων, απόσταση που άγγιζε τα 20 χλμ. Οι Τούρκοι, με τη βοήθεια Γερμανών ειδικών, είχαν οργανώσει την άμυνα του χώρου των Στενών και της ευρύτερης περιοχής με οχυρωματικά έργα – δεξιά και αριστερά της κύριας διάβασης – σε σχήμαV, που άρχιζαν από τα δυτικά των Καμβουνίων. Συγκεκριμένα, είχαν οχυρωθεί σε θέσεις πλησίον των χωριών Λαζαράδες ( βόρειας της Ελάτης), Κεφαλολίβαδο, άνω του Λιβαδερού (Μόκρου), Μεταξά, Πολύρραχου, Προσήλιου και Τσαπουρνιά, στα δυτικά των Στενών. Μέσα στο χώρο των Στενών υπήρχαν τρεις σημαντικές οχυρώσεις, μία στο χωριό Σαραντάπορο (Γλύκοβο), μία στο Χάνι Σαρανταπόρου, στη γέφυρα του ομώνυμου ποταμού που τότε είχε πολλά νερά, και – η μεγαλύτερη οχύρωση – ΝΑ του υψώματος Σκοπιά (1129 μ. υψομ.) αριστερά των Στενών. Ανατολικά δε – στ’ αριστερά των Στενών (Α-ΒΑ.) υπήρχαν τρία μεγάλα οχυρώματα, ένα ΝΔ. του υψώματος Τσούκα (821 μ. υψομ.), ένα ΒΑ. της Τσούμας και νότια του Λιβαδίου ( Βλαχολίβαδου, ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειας Ζάννα) και ένα δυτικά του Λιβαδίου, προς τις ΝΑ, υπώρειες του Τιτάρου (Σιάπκας – 1893 μ.ύψος), τα οποία διασφάλιζαν την άμυνα των Στενών, από τα ανατολικά βορειοαντολικά του χώρου.
Απέναντι της αμυντικής γραμμής των Τούρκων στα Στενά του Σαρανταπόρου παρατάχθηκαν οι δυνάμεις της στρατιάς Θεσσαλίας, μετά το πρωινό της 5.10.1912, όταν οι προφυλακές των συνόρων, οδηγούμενες από τα σώματα των «Προσκόπων» εφόρμησαν κατά των Τούρκων στον άξονα Λάρισας – Ελασσόνας. Ηδη σώματα «ανιχνευτών» με οδηγούς τους λησταντάρτες, κατά τη μαρτυρία του αρχιληστή Χασιώτη προς τον υποφαινόμενο, είχαν εισέλθει κρυφά στο τουρκικό έδαφος τρεις ημέρες νωρίτερα, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες στο Αρχηγείο για τις θέσεις των Τούρκων με φωτεινά νυχτερινά σήματα, σε συγκεκριμένες ώρες και θέσεις, ενώ την ημέρα κρύβονταν. Χωρίς αξιόλογη αντίσταση των Τούρκων, οι ελληνικές προφυλακές κινήθηκαν ταχύτατα προς Ελασσόνα, απωθώντας τις συνοριακές δυνάμεις των Τούρκων, που κατευθυνόταν προς τις οχυρώσεις του Σαρανταπόρου. Στις 6 Οκτωβρίου (1912), ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του μπήκε απελευθερωτής στην Ελασσόνα μετά από αιώνων δουλεία, ενώ ο λαός παραληρούσε από τα διαδραματιζόμενα. Συγχρόνως και την ίδια μέρα, τμήματα της (5ης) Μεραρχίας, ενισχυμένα με ένα τάγμα ιππικού και δύο λόχους ευζώνων, κινήθηκαν ταχύτατα και ελευθέρωσαν τη Δεσκάτη και την Κρανιά, εκδίωξαν τις τουρκικές φρουρές που κατέφυγαν στα οχυρά των Λαζαράδων, στάθμευσαν νότια του Λουτρού και προωθήθηκαν – την επόμενη – προς Ελάτη – Λαζαράρες, Ν-ΝΔ των Καμβουνίων, αναμένοντας διαταγές ενεργειών… Η IV(4η) Μεραρχία στις 6.10 έφτασε στα Γιαννωτά, την πατρίδα του αείμνηστου ήρωα Νικοτσάρα, και από εκεί – την επόμενη – κατευθύνθηκε προς Λιβαδερό (Μόκρο), ιδιαίτερη πατρίδα των Κλεφταρματολών Συροπουλαίων της Εθνεγερσίας και των άλλων αγώνων του έθνους, όπου προπαρασκευάστηκε για επίθεση κατά των οχυρωμένων Τούρκων στο Κεφαλολίβαδο και Μεταξά. Η ΙΙΙ (3η) Μεραρχία, από την Ελασσόνα κατευθύνθηκε στο Λυκούδη (7.10) και από εκεί κινήθηκε προς Βουβάλα και ακολούθως – προς Φαρμάκη – Μηλιά (Βούρμπα), προπαρασκευαζόμενη για επίθεση προς Τσαπουρνιά – Σαραντάπορο. Η ΙΙ (2η) Μεραρχία κατευθύνθηκε δυτικά του Πετρωτού (7.10), με πλήρη σύνθεση, προώθησε τις προφυλακές της μέχρι το Χάνι Χατζηγώγου, στη νότια έξοδο των Στενών, και προπαρασκευάστηκε για γενική επίθεση κατά των κύριων οχυρωμάτων των στενών, καθόσον εκεί θα κρινόταν η έκβαση της μάχης. Η Ι (1η) Μεραρχία, τέλος, προωθήθηκε (7.10) νότια του χωριού Κοκκινόγι, με πλήρη σύνθεση και ενισχυμένη με δύο τάγματα ευζώνων, προπαρασκευάστηκε να επιτεθεί κατά των οχυρωμάτων ανατολικά των Στενών της Σκοπιάς, Τσούκας και Λιβαδίου. Αυτή ήταν η διαταγή της ελληνικής Στρατιάς.
ii Επική μάχη και νίκη των Στενών του Σαρανταπόρου (9.10.1912)
Όπως προαναφέραμε ήδη, οι δυνάμεις της Στρατιάς Θεσσαλίας στις 5.10.1912 διάβηκαν τα γνωστά σύνορα της «Μελούνας» σχεδόν χωρίς αντίσταση των Τούρκων και στις 6.10 ελευθέρωσαν την Ελασσόνα, την Κρανιά και τη Δεσκάτη. Στις 7 και 8 Οκτωβρίου σχεδόν χωρίς αντίσταση των Τούρκων, οι ελληνικές δυνάμεις προσέγγισαν, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, τα ιστορικά Στενά του Σαρανταπόρου, όπου επισκόπησαν το χώρο των Στενών και την ευρύτερη περιοχή. Επισημάναμε ήδη ότι το Σαραντάπορο ήταν στενωπός φύσει και θέσει οχυρή, αλλά και άρτια οχυρωμένη, με την επίβλεψη του Γερμανού στρατηγού Von der Golds, που δήλωσε με πολύ κομπασμό: «Το Σαραντάπορο είναι απόρθητο φρούριο και θα γίνει ο τάφος των Ελλήνων, εάν επιχειρήσουν να το καταλάβουν!». Ήταν βεβαίως ζωτικής σημασίας, για τους Τούρκους και τους Έλληνες τα Στενά του Σαρανταπόρου, καθόσον από αυτά διερχόταν η αμαξωτή οδός Λάρισας – Κοζάνης προς όλο το υψίπεδο της διάβασης καίριας σημασίας για τους αντιμαχόμενους. Την επομένη – 9 Οκτωβρίου – η Στρατιά Θεσσαλίας εφόρμησε, μετά από σφοδρό κανονιοβολισμό εναντίον των οχυρωμένων Τούρκων, σε όλη τη γραμμή άμυνας των Στενών του Σαρανταπόρου. Οι Τούρκοι πρόβαλαν απεγνωσμένη άμυνα και ο στρατός μας, μαχόμενος κάτω από δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, είχε σημαντικές απώλειες και δεν πέτυχε να διασπάσει την άμυνα των Οθωμανών. Οι 5η (V) και 4η (IV) Μεραρχίες όμως που δρούσαν στ’ αριστερά της παράταξης, πέτυχαν ν’ ανατρέψουν την αντίσταση των Τούρκων στα οχυρώματα των Λαζαράδων, Κεφαλολίβαδου, Μεταξά, Πολύρραχου και προκατέλαβαν τα Στενά της Πόρτας, που έλεγχαν τη διάβαση προς Σέρβια – γέφυρα Αλιάκμονα – υψίπεδο Κοζάνης – Καϊλάρια.
Ενώ οι Μεραρχίες ΙΙΙ, ΙΙ, και Ι μάχονταν στον κύριο άξονα των Στενών του Σαρανταπόρου κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χωρίς να πετύχουν διάσπαση της αμυντικής γραμμής των Τούρκων και κατάρρευση της άμυνας των Στενών, έχοντας μεγάλες απώλειες, οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν ότι είχαν ήδη – αργά το βράδυ της 9.10.1912 – υπερφαλαγγιστεί από την αριστερή πτέρυγα της ελληνικής παράταξης. Η διαπίστωση ότι είχαν καταληφτεί τα Στενά της Πόρτας και απειλούνταν άμεσα με αποκλεισμό και παράδοση, ανάγκασε τους Τούρκους, την ίδια νύχτα – 9 προς 10 Οκτωβρίου 1912 – να αναχωρήσουν κρυφά από το χώρο των Στενών και να φτάσουν στα Σέρβια, μέσω Λάβας και Καστανιάς.
Η εσπευσμένη και πανικόβλητη αποχώρηση των Τούρκων από το χώρο των Στενών, κάτω από την απειλή αιχμαλωσίας όλων των δυνάμεων τους, είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη – στο χώρο των Στενών του Σαρανταπόρου – 21 πυροβόλων και όλους του τροχήλατου υλικού. Τις πρωινές ώρες της 10ης Οκτωβρίου, διαπιστώθηκε η αιφνίδια αποχώρηση των Τούρκων και η εγκατάλειψη της άμυνας του Σαρανταπόρου από τις οθωμανικές δυνάμεις. Συγχρόνως επιβεβαιωνόταν η κατάληψη των Στενών της Πόρτας από τις δυνάμεις της 4ης και 5ης Μεραρχίας, και άνοιγε ο δρόμος για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, μετά από πεντακοσιόχρονη οθωμανική δουλεία. Μετά την ήττα και τη δρομαία αποχώρησή του από το Σαραντάπορο, ο μεγαλύτερος όγκος του τουρκικού στρατού έφτασε το πρωί στα Σέρβια όπου, εξαγριωμένοι Οθωμανοί, κατέσφαξαν αναίτια 70 Σερβιώτες που συνάντησαν κατά τη φυγή τους. Κάποια σώματα Τούρκων χάθηκαν τη νύχτα κατά τη φυγή τους από το Σαραντάπορο, κατευθύνθηκαν προς το διάσελο της Πόρτας, με σκοπό να φτάσουν στα Σέρβια και να ενωθούν με τον κύριο όγκο της στρατιάς τους, που κατευθυνόταν προς Κοζάνη – Πτολεμαϊδα (Καϊλάρια). Έπεσαν όμως στις προφυλακές της 4ης Μεραρχίας κοντά στο Ράχοβο (Πολύρραχο), εγκατέλειψαν τα πάντα στον ελληνικό στρατό, πυροβόλα, άμαξες κ.λ.π. και εξαφανίστηκαν. Κάποιος σημαντικός αριθμός Τούρκων είχαν κρυφτεί στο δάσος, βόρεια του χωριού Μεταξάς. Τις πρωινές όμως ώρες έγιναν αντιληπτοί από χωρικούς, που τους αφόπλισαν και τους παρέδωσαν στο στρατό που είχε καταφτάσει.
γ΄. Η πορεία των επιχειρήσεων μετά τη νίκη του Σαρανταπόρου
Όπως εξελίχθηκαν τα πολεμικά γεγονότα, η πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους Τούρκους στα Στενά του Σαρανταπόρου, παρά τις σοβαρές απώλειες, είχε αίσιο τέλος. Σ’ αυτό συνετέλεσαν η άριστη οργάνωση και η μαχητικότητα του στρατού, ο καλός εξοπλισμός του, η ικανότητα της στρατιωτικής και της πολιτικής ηγεσίας του και η άριστη οργάνωση των εθελοντών και των «Προσκοπικών Σωμάτων», που συνέχισαν την πατριωτική προσφορά τους, μέχρι τη λήξη του αγώνα. Αξιόλογη υπήρξε και η συμβολή των ληστών – ληστανταρών και των πρώην Μακεδονομάχων, όπως ήδη προαναφέραμε. Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία, το θέρος του 1912, «διαχειρίστηκε» πολύ αποτελεσματικά την αυθόρμητη προσφορά των 6.025 «Εθελοντών Προσκόπων», και παλαιών Μακεδονομάχων. Πιστεύοντας μάλιστα η ηγεσία στη βέβαιη έναρξη του πολέμου και στην προσφορά των ληστών – ληστανταρτών κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, είχε προσκαλέσει 250 περίπου από αυτούς, που συνέβαλαν με τον αγώνα, το αίμα και τη ζωή τους στην απελευθέρωση της πατρίδας. Όπως είδαμε λεπτομερώς, οι ελληνικές δυνάμεις εφόρμησαν (5.10.1912) στην κατεύθυνση Ελασσόνα – Σέρβια – Κοζάνη, κατορθώνοντας να απωθήσουν την τουρκική στρατιά βόρεια του Αλιάκμονα, χωρίς να αμυνθεί στο οροπέδιο της Κοζάνης – Πτολεμαϊδας (Καϊλαρίων). Οι Οθωμανοί αντιστάθηκαν μόνο στη μάχη της Ελασσόνας (6.10.1912) και στη διήμερη μάχη (9.10.1912) των Στενών του Σαρανταπόρου. Μετά τη διάβαση της γέφυρας του Αλιάκμονα – ξύλινη γέφυρα βόρεια των Σερβίων – η τουρκική στρατιά διασπάστηκε. Ένα μέρος κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη – μέσω Βέροιας – και το υπόλοιπο συνέχισε την υποχώρησή του βόρεια της Κοζάνης, προφανώς κατευθυνόμενο προς Φλώρινα – Μοναστήρι όπου ήταν και η έδρα της τουρκικής στρατιάς, προκειμένου να ενισχύσει τις δυνάμεις του.
Στο μεταξύ η ελληνική στρατιά, μετά την κατάληψη των Στενών του Σαρανταπόρου, αυθημερόν απελευθέρωσε τα Σέρβια και το Βελβεντό (10.10.1912), διάβηκε τον Αλιάκμονα και κατευθύνθηκε προς Κοζάνη, με όλες τις δυνάμεις, εκτός από την 7η μεραρχία, που κατευθυνόταν ήδη από το Σαραντάπορο προς τα Στενά της Πέτρας. Στις 13 Οκτωβρίου (1912) η στρατιά Θεσσαλίας είχε σταθεροποιήσει τις θέσεις της στην περιοχή Κοζάνης – Καϊλαρίων (Πτολεμαϊδας), προπαρασκευαζόμενη να κινηθεί προς Φλώρινα – Μοναστήρι, κατά τα σχέδια του αρχιστράτηγου – διαδόχου Κωνσταντίνου και των επιτελών του, για να προλάβουν πιθανή κάθοδο ισχυρών τουρκικών δυνάμεων, που υποχωρούσαν νότια από το σερβικό μέτωπο. Στο μεταξύ άλλα πολεμικά «παιγνίδια» διακυβεύονταν σε βάρος της Ελλάδας, εξαιτίας των εξελίξεων στο βουλγαροτουρκικό μέτωπο. Οι Βούλγαροι είχαν σημαντικές επιτυχίες κατά των Τούρκων στο μέτωπο της Θράκης. Γι αυτό ακριβώς αποδέσμευσαν δυνάμεις τους (7η μεραρχία), τις οποίες κατηύθυναν διαμέσου της κοιλάδας του Στρυμόνα στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να διεκδικήσουν άμεσα προαιώνιο όνειρο των Βουλγάρων, ως μερίδιο από τη νίκη των συμμάχων και έξοδό τους στο Αιγαίο. Αυτές τις διαθέσεις, τα σχέδια και τις κινήσεις των Βουλγάρων, τις γνώριζε καλά η ελληνική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία. Έτσι, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος προετοίμαζε τη στρατιά να κινηθεί προς Φλώρινα – Μοναστήρι, η κυβέρνηση διέταξε να κινηθεί ταχύτατα προς Θεσσαλονίκη, σημειώνοντας ότι ήδη οι βουλγαρικές δυνάμεις κατευθύνονταν από το Νευροκόπι προς τη Θεσσαλονίκη. Μετά από την εξέλιξη εκείνη ο αρχιστράτηγος – διάδοχος Κωνσταντίνος κατευθύνθηκε αμέσως προς Βέροια – Γιαννιτσά – Θεσσαλονίκη, αφήνοντας την 5ης μεραρχία πλαγιοφυλακή ασφάλειας της στρατιάς από τα αριστερά, ως και διασφάλισης των συγκοινωνιών της προς Κοζάνη – Λάρισα.