Τις όψεις του «εχθρού» και της μουσουλμανικής κοινωνίας μέσα από τα μάτια των Ελλήνων στρατιωτών και στρατιωτικών του Μικρασιατικού πολέμου, από το 1919 ως το 1922, σκιαγραφεί έρευνα του εκπαιδευτικού Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Αντώνη Διακάκη, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, με θέμα «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή», το οποίο θα πραγματοποιηθεί από τις 6 ως τις 9 Οκτωβρίου στην Καλαμαριά.
Στην εισήγησή του συνυπάρχουν μαρτυρίες Ελλήνων που αναφέρονται στις βιαιότητες, τις καταστροφές και τους βανδαλισμούς που προκαλεί ο εχθρός αλλά και αναφορές σε συμπεριφορές που δείχνουν εκτίμηση και αλληλοσεβασμό, κόντρα στο μίσος και το πάθος κατά τη διάρκεια της μάχης. Χαρακτηρισμοί όπως «εξολοθρευτές του ελληνισμού», «άπιστοι», «μοχθηροί», «με βανδαλιστική, απολίτιστη, βάρβαρη φύση» περιγράφουν με ένταση τον αντίπαλο, ενώ άλλες επισημάνσεις κάνουν λόγο για ανθρώπους που τολμούν να παρενοχλούν τους Έλληνες «μη έχοντες εμπιστοσύνην, μη θέλοντες συμβιβασμόν».
Στο ίδιο πνεύμα, ο Σμυρνιός Κ. Πολίτης μιλάει για την ασέβεια των Τούρκων απέναντι στους νεκρούς αιχμαλώτους και σχολιάζει ότι «έδειχναν την καταγωγή τους, ότι ήταν λαός βάρβαρος, ανάξιος να συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων». Ωστόσο, ο ίδιος θυμάται και κάποιους, μια μερίδα Τούρκων, που έδειξαν ανθρωπιά, όπως ο στρατιώτης που προσέφερε νερό στους πληγωμένους, ένας Τούρκος με ανθρώπινη καρδιά, αλλά και ο Τούρκος αξιωματικός που προσπάθησε να εμποδίσει τις βιαιοπραγίες εναντίον των αιχμαλώτων. Από την πλευρά του, ο γιατρός Αποστολίδης που φαίνεται να έχει μια μάλλον προνομιακή θέση στην αιχμαλωσία, φτάνει να αμφιβάλλει για το αν οι Τούρκοι είναι όντως ο προαιώνιος εχθρός.
Στα κείμενα των Ελλήνων στρατιωτών, όπως αναφέρει η εισήγηση του κ. Διακάκη που θα παρουσιαστεί στο συνέδριο, ο αξιωματικός Π. Ομηρίδης – Σκυλίτσης σημειώνει για τον εχθρό ότι «δεν έχουν οι δυστυχισμένοι τίποτα και τρέμουν από το κρύο». Στα λόγια αυτά οι συμπολεμιστές του γελούν, ωστόσο εκείνος λέει: «δεν ξέρω γιατί, αλλά εγώ τους λυπάμαι».
Μπροστά στη θέα των νεκρών στρατιωτών, ο Θ. Κιακίδης σκέφτεται ότι κάποιοι άφησαν πίσω τους χήρες και ορφανά και είναι τώρα απλά «πτώματα συνανθρώπων μας». Θυμάται, άλλωστε, με ευγνωμοσύνη τον αιχμάλωτο Ουσεΐν που του έδωσε λίγα ψίχουλα σε μια ανάπαυλα της μάχης του Σαγγαρίου.
Ο Τάκης Κόντος θυμάται το στρατιώτη που με το όπλο εμπόδισε την ιεροσυλία του πτώματος του εχθρού, ενώ ο Δ. Δανούκος σημειώνει ότι παρέδωσε ένα γράμμα Τούρκου στρατιώτη στην οικογένειά του στο Αϊδίνιο, και εκείνη του προσέφερε δείπνο.
Η εμπειρία είναι πολύπλοκη
Αντιμετωπίζοντας συνολικά τις όψεις του εχθρού, όπως αυτές περιγράφονται μέσα από τις μαρτυρίες των Ελλήνων στρατιωτών, ο κ. Διακάκης επισημαίνει ότι η εμπειρία είναι πολύπλοκη, και εξαρτάται από τις αντιλήψεις και τα πολεμικά γεγονότα της εποχής, τα πολιτισμικά στερεότυπα, την απομάκρυνση των Ελλήνων από τις εστίες τους, τον διαρκή φόβο του θανάτου. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η καθημερινή συμβίωση προϋπέθετε και επέβαλε πιο ψύχραιμες εκτιμήσεις και συμπεριφορές απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις. Έτσι, η περιέργεια και η παρατήρηση οδήγησε και στην αναγνώριση της ανθρώπινης ιδιότητας, στην εκτίμηση, σε φιλικές συμπεριφορές, ακόμα και στη συναδέλφωση μπροστά στην κοινή μοίρα.
Οι αγκαλιασμένοι νεκροί
Σε αυτό το συμβολικό επίπεδο παρουσιάζεται η εικόνα των αγκαλιασμένων νεκρών, αμοιβαία λογχισμένων πολεμιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αθανάσιος Αργυρόπουλος αφιερώνει την έκδοση του στρατιωτικού του ημερολογίου «στον Έλληνα και τον Τούρκο των υψωμάτων του Μικρασιατικού Ιντερλή», που τους δρασκέλησε νεκρούς από τις καρφωμένες λόγχες του ενός στο στήθος του άλλου. Ο ίδιος, μάλιστα, συμπληρώνει πως του φάνηκε ότι τον κοίταζαν «με τα ορθάνοιχτα παγωμένα μάτια τους» που ‘τρεχε και εκείνος να συναντήσει το θάνατο σαν να του έλεγαν «γιατί τόση βιασύνη;»…
Στο αρχείο του Ηλία Βουτιερίδη, ο λοχαγός πυροβολικού Βασίλης Ασημάκης μιλά για την εικόνα του Έλληνα στρατιώτη που βρέθηκε τον Ιούλιο του 1921, «αδελφωμένος στο θάνατο με έναν Τούρκο. Αυτοί που χωρίς να γνωρίζονται, τόσο εμισούντο στη ζωή, αγκαλιάστηκαν στο θάνατο, που έδωκε ο ένας στον άλλον»…
Ογδόντα πέντε ανακοινώσεις και εκατόν πενήντα σύνεδροι στο Διεθνές Συνέδριο
Στο συνέδριο, που ξεκινά την ερχόμενη Πέμπτη, θα παρουσιαστούν 85 ανακοινώσεις από 150 συνέδρους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Όπως επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Ανανίας Τσιραμπίδης, το συνέδριο διοργανώνουν το ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, το Μουσείο Φωτογραφίας του Δήμου Καλαμαριάς Χρήστος Καλεμκερής, η έδρα Ποντιακών Σπουδών και η αντιδημαρχία Παιδείας και Νεολαίας του Δήμου Καλαμαριάς και το υπουργείο Εσωτερικών, Τομέας Μακεδονίας-Θράκης.
«Κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου θα παρουσιαστούν νέα στοιχεία και νέες πληροφορίες, καθώς ειδικοί ιστορικοί θα αναφερθούν στις σύγχρονες προσφυγικές ροές, και θα προσπαθήσουν να κάνουν μια σύγκριση των προβλημάτων των προσφύγων κατά τη Μικρασιατική καταστροφή με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί πρόσφυγες -Σύριοι, Αφγανοί, Πακιστανοί- οι οποίοι προσπαθούν από τις ακτές της Τουρκίας, μέσω των ελληνικών νησιών, να περάσουν στην κεντρική Ελλάδα και μετά να οδεύσουν προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Δεν είναι όλοι θύματα πολέμου. Είναι και άλλοι. Εμείς, όμως, θέλουμε να απομονώσουμε εκείνους που είναι θύματα πολέμου, όπως ήταν και οι δικοί μας πρόγονοι, θύματα σφαγών και κυνηγητού, για να δούμε, αν ταιριάζουν τα στοιχεία αυτά και τα δεδομένα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος δήλωσε ότι η μητέρα της γιαγιάς του, της Άννας Αναστασιάδου, η Συμέλα, ο αδελφός της γιαγιάς του Λάζαρος και πολλά ακόμη άτομα από την οικογένειά της συγκαταλέγονται ανάμεσα στους 20.000 ανθρώπους, που πέθαναν στον καταυλισμό της Καλαμαριάς από τις μολυσματικές ασθένειες και τις κακουχίες. «Από την Καλαμαριά πέρασαν 170.000 άνθρωποι. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, υπήρχαν τα εμβόλια, οι γιατροί, ήταν τόσο μεγάλος ο όγκος των προσφύγων που έπρεπε να τους περιποιηθεί το ελληνικό δημόσιο που δεν προλάβαιναν και δυστυχώς πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους», σημείωσε.
Τόνισε, τέλος, ότι οι παρουσιάσεις που θα γίνουν στο συνέδριο βασίζονται σε υλικό από το Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού αλλά και από πολλές ακόμη πηγές. «Πρόκειται για πρωτογενές υλικό το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά», πρόσθεσε.
Π. Γιούλτση