του Κων/νου Τζέκη
Είναι στιγμές, που αναρωτιέται κανείς, αν η πορεία του είναι αυτή, που έπρεπε, στη γη, ώστε να είναι ωφέλιμος, επωφελής για το κοινωνικό σύνολο, δραστήριος και με γεμάτη τη ψυχή του και την καρδιά του.
Ψάχνοντας στα συρτάρια της ιστορίας, βρίσκει πάμπολλες δράσεις και ενέργειες της χώρας του, που αναγόρευσαν απλούς πολίτες σε αθάνατους μάρτυρες και πρότυπα για την διατήρηση της χώρας του ελεύθερη και δημοκρατική. Όταν η χώρα του είχε την ανάγκη της αυτοθυσίας των πολιτών της, ήταν οι περισσότεροι παρόντες. Με ενθουσιασμό και με τραγούδια αποφάσιζαν τον ομαδικό τους θάνατο- θυσία ή τον αγώνα τους μέχρι την τελική δικαίωση.
Δεν έχει σημασία αν νικήσεις ή ηττηθείς. Σημασία έχει να πολεμάς μέχρι τέλους. Βροντοφωνάζει ο Καζαντζάκης.
Στέκονται ολόρθοι και χαμογελαστοί μπρός στον χάροντα οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα με τους 700 Θεσπιείς, οι αγιασμένοι νεκροί του Παπαφλέσσα, του Ανδρούτσου, του Διάκου, οι μάρτυρες του Μεσολογγίου, οι ηρωίδες της Αραπίτσας, του Σουλίου και αργότερα στα βουνά της Πίνδου, του Μπέλες, της Κρήτης και με μια γεμάτη ιστορία από ανδραγαθήματα και ηρωισμούς δεν μπορεί να τους καταγράφεις και να μην ξεχάσεις τους περισσότερους.
Είναι στιγμές, που αναρωτιέται κανείς αν όλοι εκείνοι οι θυσιασθέντες και αθάνατοι νεκροί, που οι περισσότεροι είναι ανώνυμοι και άγνωστοι όπως λανθασμένα αναφέρονται στο μνημείο της Βουλής, έκαναν το σωστό, έπεσαν σε μάχη για τον δίκαιο αγώνα τους ή πήγε στράφι ο αγώνας τους και χωρίς αντίκρισμα.
Ξυπνά κάθιδρος και αναστατωμένος. Εφιάλτης και όνειρο αυτή η τραγική ανάμνηση σκέφτεται και γυρίζει πλευρό. Όμως πάλι ξαναέρχονται οι θυσιασθέντες και του θυμίζουν τον χρέος του. Κάνει το σωστό ή αδιαφορεί;
Ποιό είναι το σωστό και ποιό το λάθος του;
Κάθε περίοδο η χώρα του τον καλεί να συμμετάσχει σε μια προσπάθεια για δύσκολες στιγμές που περνά η ακεραιότητά της ή η κοινωνία της. Είναι σε εγρήγορση να ανταποκριθεί στις ανάγκες της χώρας του ή είναι η στιγμή που πρέπει να κρυφτεί στου βοδιού το κέρατο και να ταμπουρωθεί πίσω από τις θρησκευτικές ή πολιτικές ή άλλες δοξασίες του;
Είναι η ώρα της κοινής προσπάθειας ή είναι η ώρα που θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί και να περιμένει ώσπου να καταλαγιάσει ο κορνιαχτός και να ξανά-βγει στον αφρό ατσαλάκωτος και σφυρίζοντας;
Μάλλον θα αποφασίσει το δεύτερο. Του φοβητσιάρη η μάνα πότε της δεν έκλαψε, λέει μια παροιμία. Αλλά πάλι κάτι τον συγκρατεί. Είναι το αυστηρό βλέμμα του πατέρα του που τον ατενίζει με ύφος λυπημένο από το κάδρο, είναι η ανάσα του παιδιού του που την ακούει με το μηχάνημα και τρελαίνεται στην ιδέα μην πάθει κανένα κακό.
Είναι η ώρα της κρίσης σκέφτεται. Θα πρέπει να αποφασίσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του κάθιδρος. Έκανε καφέ και άνοιξε την τηλεόραση. Ο κύριος Καθηγητής με όση πιεστικότητα είχε προειδοποιούσε για την πανδημία. Θυμήθηκε ότι όταν πονούσε ο πνεύμονάς του πήγε στον πνευμονολόγο του και εφάρμοσε ακριβώς ότι του είπε και θεραπεύθηκε. Τώρα γιατί αμφισβητεί τον ίδιο επιστήμονα;
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο κουμπάρος του που πάντοτε είναι πληροφορημένος. Να σου πω Γιάννη ένα νέο που έμαθα από έναν τύπο στην καφετέρια για τον ιό;
Ευχαριστώ, απάντησε αυθόρμητα. Φτάνουν τα νέα του πεζοδρομίου. Εσύ τι κάνεις;
– Βήχω, απάντησε βραχνά. Αλλά θα είναι κανένα ελαφρύ κρυωματάκι!!!