Σε προηγούμενη παρέμβασή μου με τον τίτλο «Ένα έγκλημα ατιμώρητο» ασχολήθηκα με τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Θα ήταν παράλειψή μου να μην συνεχίσω με την απάνθρωπη μέθοδο που εφάρμοσαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τον Ελληνισμό.
Του Κων/νου Τζέκη
Τα Τάγματα Εργασίας χρησιμοποιήθηκαν στη Μικρά Ασία (Ανατολία) κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή στις περιοχές που ελέγχονταν από τους Νεότουρκους ή τις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού και οικονομικών συμφερόντων σχετιζόμενων με την διείσδυση της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οδήγησε σε συστηματικές διώξεις κατά των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων από το 1914 μέχρι τη Μικρασιατική εκστρατεία. Μεταξύ των άλλων μεθόδων χρησιμοποιήθηκε η καταναγκαστική εργασία. Κυρίως Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι υποχρεώνονταν να εκτελούν βαριές εργασίες στην οδοποιία, τα ορυχεία, τους αγρούς κλπ στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 1918 περίπου 250.000 Έλληνες είχαν χάσει τη ζωή τους σ’ αυτά τα τάγματα. Έγγραφο Γερμανών διπλωματών προς το Βερολίνο την 12-5-1918 αναφέρει ότι, μέχρι το τέλος του 1917 περισσότεροι από 200.000 Έλληνες είχαν καταταγεί, ηλικίας 15 έως 48 ετών. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από την κακομεταχείριση, τις ασθένειες, την πείνα και το κρύο.
Την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας περιέγραψε ο Ηλίας Βενέζης, που μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτά για 14 μήνες από το 1922, σε ηλικία 18 ετών. Αυτός ήταν ο ένας από τους 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν. Το βιβλίο του Το Νούμερο 31328,το βιβλίο της σκλαβιάς, χωρίζεται σε είκοσι κεφάλαια, έκαστο το οποίων έχει για τίτλο έναν από τους θρήνους των Ψαλμών του Δαυίδ.
Τα Τάγματα Εργασίας ή αν θέλετε Τάγματα Θανάτου, συγκροτήθηκαν από το 1914 και μετέπειτα, χρησιμοποιήθηκαν για να μειώσουν ακόμη περισσότερο τον μη μουσουλμανικό πληθυσμό.
Όταν το οθωμανικό κράτος αποφάσισε να συμμετάσχει στον Α΄. Παγκόσμιο Πόλεμο, εξέδωσε εντολή επιστράτευσης των μη μουσουλμάνων πολιτών. Οι νεαροί Έλληνες που επιστρατεύονταν δεν πήγαιναν στον πόλεμο ή στα στρατόπεδα, αλλα στέλνονταν στα τάγματα εργασίας. Οι συνθήκες διαβίωσης που παρέχονταν στους ανθρώπους αυτούς, που στέλνονταν να σπάνε πέτρες να σκάβουν τούνελ και να φτιάχνουν δρόμους ήταν απάνθρωπες. Η τροφή ήταν ελάχιστη. Εργάζονταν επί 18 ώρες, μαστιγώνονταν, διανυκτέρευαν σε στρούγκες βρόμικες και κοιμούνταν στα χωματένια δάπεδα, χωρίς νερό.
Αλλά ας αφήσουμε την Τουρκάλα Erbil στον βιβλίο της «Η Νιόβη θρηνούσε για τη Μικρά Ασία» εκδόσεις Τσουκάτου, να μας διηγηθεί με γλαφυρότητα τη συνέχεια.
Ούτε η αιμόπτυση τους, ούτε ο θάνατος τους από τον τύφο συγκίνησε τους Τουρανιστές Οθωμανούς. Οι άνθρωποι που οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας πέθαναν ένας, ένας εργαζόμενοι επί μέρες νηστικοί και άυπνοι, κάνοντας αιμοπτύσεις ή τρέμοντας από τον τύφο. Όπως ακριβώς το επιθυμούσαν οι δήμιοί τους, ήσυχα, σιωπηρά και χωρίς να σπαταλήσουν ούτε μια σφαίρα, ούτε μια ξιφολόγχη. Ο θάνατος με τους τρόπους που προαναφέραμε των 2.300 από τους 3.000 άνδρες που υπηρετούσαν στο δεύτερο τάγμα εργασίας στο χωριό Κιλίς της Άγκυρας μας δίνει τη δυνατότητα να υπολογίσουμε με το ποσοστό θανάτου στο σύνολο των Ταγμάτων Εργασίας. Από την άλλη πλευρά συνεχιζόταν το ανελέητο κυνηγητό των Ελλήνων από τους λιποτάκτες του στρατού, τους οποίους υποσχέθηκαν να αμνηστεύσουν έναντι του αφανισμού των Χριστιανών από την Μικρά Ασία.
Ο στόχος εκείνων που έβγαλαν στους δρόμους , στα μέσα του χειμώνα κάτω από πυκνό χιόνι , αρρώστους, ηλικιωμένους, γυναικόπαιδα, χωρίς να καμφθούν από τα δάκρυα κανενός, για να διανύσουν αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων ή υποχρέωναν τους άνδρες να εργάζονται εξοντωτικά, χωρίς τροφή και νερό, είναι έκδηλος και προφανής, χωρίς κανένα περαιτέρω σχόλιο. Επιθυμούσαν το θάνατο των ανθρώπων αυτών χωρίς οίκτο. Επίσης οι συμμορίες των λιποτακτών στρατιωτών συμπλήρωσαν το έλλειμμα της κρατικής προσπάθειας.
Η μόνη διέξοδος των Ελλήνων Χριστιανών ήταν να ασπασθούν τον Μουσουλμανισμό, εξαγοράζοντας έτσι την ίδια τους τη ζωή με την αλλαγή της πίστης τους.
Οι Τουρανιστές Οθωμανοί, στο όνομα της εξασφάλισης της διαιώνισης του κράτους, έπαιζαν ανελέητα και ποταπά ένα βρώμικο παιχνίδι θανάτου σε βάρος της ζωής αθώων πολιτών, που ζούσαν στην περιοχή αυτή. Θα διακόψουν αυτό το παιχνίδι για λίγο χρονικό διάστημα, μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α΄. Παγκόσμιο Πόλεμο, για να συνεχίσουν μετά την 19 Μαΐου 1919.