Δεν θυμούμαι αν ήταν το ίδιο έτος ή το επόμενο, όταν επισκέφθηκε και μίλησε σε καθηγητές και σπουδαστές ένας από την τριανδρία της «χούντας». Θυμούμαι όμως πολύ καλά ότι, κατά την προσφώνησή του, ο πρύτανης του ζήτησε να μας υποδείξει τον δρόμο, στον οποίο έπρεπε να πορευθούμε! Μέχρι τότε δεν τον γνώριζε!
Έξι έτη αργότερα συνέβη η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, σπουδαστών, φοιτητών, μαθητών, εργατών και άλλων. Την επέτειο αυτής της εξ, που έσβησε με την είσοδο άρματος μάχης στον αύλειο χώρο, τιμούμε κατ’ έτος λαμπρά. Κάποιοι την τιμούν λαμπρότερα και από τις επετείους της επανάστασης του 1821 και του έπους του 1940! Λίγοι, νοσταλγοί της δικτατορίας, επιμένουν να αμφισβητούν τα συμβάντα στο σύνολό τους, παίρνοντας βέβαια αφορμή από τη διόγκωση αυτών από κοπτόμενους υπέρ της δημοκρατίας!
Οι νέοι σε κάθε εποχή είναι εκείνοι, που αναλαμβάνουν στον ενθουσιασμό τους πρωτοβουλία για αγώνες υπέρ ελευθερίας και δικαιοσύνης. Νέοι έβγαιναν κλέφτες στο βουνό, επί τουρκοκρατίας, και δεν ήθελαν να κάτσουν φρόνιμα, να γίνουν νοικοκύρηδες. Νέοι έχυσαν το αίμα τους στην επανάσταση και στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Φοιτητές στη μαύρη γερμανική κατοχή όρθωσαν το ανάστημά τους αυθόρμητα και χωρίς καθοδήγηση (25 Μαρτίου 1943), όπως περιγράφεται στο απόσπασμα χρονικού για την πορεία φοιτητών, που έγραψε φοιτήτρια τότε της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και παραθέτω.
“Ἀντιβούησε ὁ τόπος καί ἀπό παντοῦ ἔτρεχαν οἱ νέοι στίς γραμμές μας. Πηγαίναμε σημειωτόν τήν ὁδό Ἀγίας Σοφίας, καθώς φούσκωναν καί γέμιζαν οἱ γραμμές. Σταθήκαμε καί εἴπαμε τόν ἐθνικό ὕμνο. Οἱ γραμμές ἔγιναν ὄγκος. Μπροστά στήν πόρτα τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού τελείωνε ἐκείνη την ὥρα, οἱ γυναῖκες χτυποῦσαν τά χέρια τους τρομαγμένες: «Παιδάκια μας, θά σᾶς σκοτώσουν»! Ποιός ἄκουγε ἐκείνη τήν ὥρα! Εἴμασταν ἔτοιμοι καί νά μᾶς σκοτώσουν! Καί τότε ἀντελήφθηκα τόν Γερμανό μέ τό μάνλιχερ δίπλα μου, καθώς πλαισίωναν τίς γραμμές μας. Ποιός ἄκουγε ἐκείνη τήν ὥρα. Εἴμασταν ἕτοιμοι καί νά πεθάνουμε. Στρίψαμε ἀπό τό κάτω μέρος τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν ὁδό πρίγκηπος Νικολάου. Γεμίσαμε πέρα ὡς πέρα τήν ὁδό καί σταματήσαμε. Ἐκεῖ κατοικοῦσε ὁ καθηγητής Θεοδωρίδης. Δύο φοιτηταί ἀνέβηκαν καί ζήτησαν ἀπό τόν καθηγητή νά βγάλη λόγο. Ὁ καθηγητής βγῆκε στό μπαλκόνι. Ἀπόλυτη ἡσυχία ἀπό κάτω. Δίπλα του ἡ κόρη του “Τί θά εἶχα νά προσθέσω ἐγώ παιδιά μου στόν ὑπέροχο ἐνθουσιασμό σας;”. “Τή σημαία – τή σημαία”, φώναξαν ἀπό κάτω. Πέταξαν τή σημαία. Τά παιδιά κράτησαν ὁριζόντια τή σημαία ἐπάνω ἀπό τά κεφάλια. Γονατίσαμε πέρα ὥς πέρα καί ψάλλαμε γονατιστοί τόν ἐθνικό ὕμνο. Πυροβολισμοί ἀντήχησαν στόν ἀέρα. Μιά φωνή ἀκούστηκε στή μεριά μας: “Στή λέσχη”. Ὁ ὄγκος διαλύθηκε».
Με τον ίδιο ενθουσιασμό σπουδαστές και φοιτητές κινήθηκαν στην εξέγερση του Νοεμβρίου του 1973. Βέβαια δεν βρισκόταν η χώρα υπό ξενική κατοχή, οπωσδήποτε όμως κάθε καθεστώς ανελευθερίας δεν διστάζει να κάνει χρήση βίας, όταν δοκιμάζεται η σταθερότητά του. Πέρασε μισός αιώνας από τότε, όμως υπάρχουν κάποια ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν, αλλά, δυστυχώς, δεν τίθενται, καθώς κάποιοι «υπέρμαχοι» της δημοκρατίας αγρυπνούν! Ανέσυρα από τη βιβλιοθήκη μου το χρονικό που έγραψε συμμετασχὠν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο φοιτητής Νίκος Καστρινός, και δημοσιεύτηκε έτος αργότερα (Εκδόσεις «Μήνυμα»). Σ’ αυτό γίνεται λόγος για τον νεανικό ενθουσιασμό, την αγωνιστικότητα, την αποφασιστικότητα να δώσουν τον αγώνα για πολιτική ελευθερία. Παραθέτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα του χρονικού.
«Κάθε που πέρναγε μια ομάδα από αστυφύλακες, ακούγονταν ένα αποδοκιμαστικό “ουου” και διάφορα συνθήματα, όπως “ΕΣΑ ΕΣ-ΕΣ”, “φασίστες, μπασκίνες ακόμη λίγους μήνες”, ενώ συγχρόνως τους πετούσαμε νεράντζια. Αυτοί σκύβανε, να τ’ αποφύγουν χωρίς να δείχνουν ιδιαίτερα ενοχλημένοι». Ακόμη: «Αποδοκιμάζαμε την αστυνόμευση, την εκμετάλλευση, τους πουλημένους πράκτορες των ξένων συμφερόντων».
Κάθε καθεστώς στηρίζεται στους πραιτωριανούς, που επιλέγει από τα παιδιά του λαού. Στον καιρό μας τον ρόλο αναλαμβάνουν οι υπεύθυνοι για τη δημόσια τάξη. Άχαρος ρόλος, καθώς έρχονται πολλές φορές σε σύγκρουση με τον λαό, που έχουν ορκιστεί να προστατεύουν. Αλλά και ο λαός, γενικεύοντας στρέφεται συνολικά κατά του κλάδου και όχι μόνο κατά εκείνων που κάνουν κατάχρηση εξουσίας. Ερώτημα: Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας έπαψε η εκμετάλλευση και έλειψαν οι υπηρέτες των ξένων συμφερόντων;
Οι συγκεντρωμένοι έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή να μην προκληθούν καταστροφές και το επέτυχαν. Χρόνια αργότερα (1995) αναρχικοί (ή μήπως πράκτορες;) εξευτέλισαν τη δημοκρατία προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές στο Πολυτεχνείο και καίγοντας την ελληνική σημαία μπροστά σε συσκευές εικονοληψίας!
Εντός του χώρου υπήρξαν αναμφισβήτητα εγκάθετοι του καθεστώτος. Έγραψε γι’ αυτό ο Καστρινός, μετά την απομάκρυνση του πρώτου: «Ήμασταν βέβαιοι ότι υπήρχαν κι άλλοι και πράγματι υπήρχαν, γιατί ως την άλλη μέρα είχαμε ανακαλύψει δέκα ως δεκαπέντε από δαύτους». Και πόσοι θα έγιναν, όταν το πλήθος ξεπέρασε τις 3.000; Μήπως αυτοί εκ του ασφαλούς ενίσχυαν τον ενθουσιασμό των όντως αποφασισμένων να υποστούν τις συνέπειες της πρωτοβουλίας τους; Οπαδοί της χούντας δήλωσαν αργότερα την εκεί παρουσία τους. Και το ερώτημα που θα θέσει ο ιστορικός του μέλλοντος: Προς τί;
Μόλις μετά δύο ημέρες (16/11) επισκέφθηκαν τους συγκεντρωμένους κάποιοι καθηγητές! Γιατί τόση καθυστέρηση; Επειδή οι πολλοί, όλων των κλάδων, είχαν λουφάξει, κατά το κοινώς λεγόμενο. Φοιτητές εξήλθαν στα σχολεία της περιοχής, ενώ πληροφορίες έλεγαν για συγκρούσεις στους δρόμους με θύματα, νεκρούς και τραυματίες. Τραυματίες, αναφέρει, εισήλθαν για περίθαλψη στο Πολυτεχνείο. Το βράδυ εκείνης της ημέρας άρχισε η ρίψη δακρυγόνων και ασφυξιογόνων αερίων από πλευράς των αστυνομικών. Την εμπειρία τους είχε και ο γράφων, όταν συμμετείχε στη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος κατά της εκχώρησης τμήματος της ιστορίας μας στη γείτονα κατ’ απαίτηση «φίλων», «συμμάχων» και «εταίρων». Η χώρα μας παραμένει προτεκτοράτο!
Πρωί της 17ης Νοεμβρίου (2:30), τα άρματα μάχης κατέφθασαν στο Πολυτεχνείο. Μεταφέρω από το χρονικό: «Μια παγωμάρα απλώθηκε. Αναρωτιόμαστε τί συμβαίνει. Ελέγχει ο Παπαδόπουλος την κατάσταση ή όχι; Είχε κηρυχτεί ξανά ο στρατιωτικός νόμος;… Φωνάζαμε ρυθμικά “είσαστε αδέρφια μας” “ο στρατός με τον λαό”. Και όταν το άρμα εισέβαλε, παραβιάζοντας τη μεταλλική αυλόθυρα προσθέτει: «Εγώ είδα με τα δικά μου μάτια τέσσερα παιδιά να πέφτουν σαν κούκλοι απ’ τα κάγκελα, όπου ήταν ανεβασμένα. Τρέξαμε, ενώ ακούγαμε τον φρικτό θόρυβο, που έκανε το δολοφονικό τάνκ…». Σημαντικό το ερώτημα: Ήλεγχε ο Παπαδόπουλος την κατάσταση; Έδωσε αυτός τη διαταγή να κινηθούν τα άρματα;
Κοντά στην πύλη έχει στηθεί το μνημείο του Πολυτεχνείου. Μια υπερμεγέθης κεφαλή, στην οποία οδηγούν κατ’ έτος οι Αθηναίοι τα παιδιά τους να εναποθέσουν κόκκινο γαρύφαλλο. Στη βάση της προτομής δεν έχει αναγραφεί ουδένα όνομα. Μάλιστα αμετανόητοι νοσταλγοί της δικτατορίας, στην αρχή της μεταπολίτευσης, προκάλεσαν με χρηματική αμοιβή να τους δώσει κάποιος ένα τουλάχιστον όνομα! Μεγάλη η προσβολή της αλήθειας και της δημοκρατίας από ψευτοδημοκράτες!
Εξήλθαν οι έγκλειστοι, μετά την είσοδο του άρματος και εκεί τους περίμεναν αστυνομικοί. Πολλοί ξυλοκοπήθηκαν επί τόπου και άλλοι ωθήθηκαν σε οχήματα και μεταφέρθηκαν σε αστυνομικά τμήματα «δια τα περαιτέρω». Πόσοι όμως από αυτούς που εξαργύρωσαν, στη συνέχεια, τον αγώνα τους πλουσιοπάροχα, υπέστησαν το παραμικρό;
Αλλόφρονες, γράφει ο Καστρινός, οι διωκόμενοι αναζητούσαν καταφύγιο εισερχόμενοι σε πολυκατοικίες. «Με αγωνία σκαρφαλώναμε στις σκάλες και χτυπούσαμε τα κουδούνια. Μάταια όμως. Όλες οι πόρτες μένανε κλειστές. Σαν τα παγιδευμένα ζώα ανεβοκατεβαίναμε στους ορόφους λαχανιασμένοι, χτυπώντας κουδούνια, φωνάζοντας να μας ανοίξουν. Οι ένοικοι μας απαντούσαν με νεκρική σιγή!». Όλοι; Όχι. Η Σοφία Βέμπο, που έμενε εκεί κοντά άνοιξε τη θύρα. Στις προτομές της όμως δεν πηγαίνει κανείς να καταθέσει στεφάνι. Πού είναι ο λαός της Αθήνας, που σύσσωμος συμπαραστάθηκε στους εξεγερμένους; Πλείστοι πάντως, κατά τη μεταπολίτευση, έγιναν αντιστασιακοί.
Ξεθάρρεψαν οι νοσταλγοί της δικτατορίας και αμφισβήτησαν την ύπαρξη νεκρών και τραυματιών. Όμως η έρευνα που ακολούθησε αποκατέστησε την αλήθεια, που έσπευσαν να συγκαλύψουν χουντικοί και «δημοκράτες». Μελέτη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών αναφέρει 40 νεκρούς, εκ των οποίων 24 επώνυμοι (τα ονόματά τους στο διαδίκτυο) και 16 ανώνυμοι, όλοι εκτός χώρου του Πολυτεχνείου. Καλά ανώνυμοι να υπάρχουν μεταξύ νεκρών πολεμιστών μας στα βουνά, αλλά και στην Αθήνα! Οι τραυματίες, που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία ανήλθαν σε 1.103 με βάση την εισαγγελική έρευνα. Πολλοί δεν τόλμησαν να νοσηλευτούν.
Το καθεστώς έπεσε τότε και εγκαταστάθηκε άλλο, «εκλεκτότερο», από τους «προστάτες» μας. Ακολούθησε η προδοσία της Κύπρου, για την οποία οι «δημοκράτες» σιωπούν, όταν κατ’ έτος πανηγυρίζουν ευφρόσυνα την αποκατάσταση της «δημοκρατίας» στους κήπους του προεδρικού μεγάρου. Και η πατρίδα μας συνεχίζει να δοκιμάζεται.
«Μακρυγιάννης»