Μόνο, που και ο καινούργιος θα είναι σαν τον παλιό, τον ανάποδο, τον δίσεκτο, τον κακό. Και τα όνειρα πεταμένα στα σκουπίδια, για ανακυκλώσιμη ύλη, όπου η ελπίδα θα γίνει κλαυθμός και οδυρμός, η χαρά θα γίνει λύπη, η προσδοκία θα γίνει απογοήτευση.
Του Κων/νου Τζέκη
Κάνατε λάθη, λένε και πρέπει να πληρώσετε. Μα δεν κάναμε λάθη, είπαμε εμείς, οι διαρκώς απολογούμενοι, φτωχοί εραστές της μακαριότητας. Μα αυτό ακριβώς είναι το λάθος σας, μας είπαν. Ότι είστε εραστές της αιώνιας μακαριότητας.
Και, βέβαια, η μάντιδα δάφνη των Δελφών και η λαλαίουσα πηγή του Μαντείου των Δελφών, αντικαταστάθηκε πριν δώσει χρησμό ούριου ανέμου, από Κασσάνδρες, που μεθυσμένες από τα επώνυμα στολίδια της Ευρωπαϊκής χλιδής και αποβλακωμένες από τη διαβεβαίωση των Επώνυμων ταγών μας, έδιναν χρησμό αντίθετο με τα μελλούμενα και πολλές φορές εν γνώσει τους.
Μέτρησαν τη χαρά μας και τη βρήκαν μεγαλύτερη από τα ανοιχτά μας στόματα, μέτρησαν τις αντοχές μας και τις βρήκαν τεράστιες, μέτρησαν τις πλάτες μας και ράψανε μεγάλο σαμάρι, μέτρησαν το πλάτος της ζώνης μας και το βρήκαν δυσανάλογα μεγάλο. Και αποφάσισαν.
Λιγότερο φαγητό, ακριβότερες τιμές, λιγότερη καλοπέραση, περισσότερη δουλειά, με μικρές απολαβές.
Έτσι για τιμωρία σας, σαν τις μωρές παρθένες που τις τιμώρησε ο Κύριος να μην τον δουν, αφού ξεχάστηκε το λαδάκι στο σπίτι τους. Αλλά και αυτό λιγοστό θα τρέχει στις φλέβες μας καθώς θα κρέμεται πανάκριβο στα ψηλά ράφια των Σούπερ Μάρκετ. Και το σκαμνί του μισθού μας μικρό και με σπασμένα πόδια δεν θα παρέχει στήριξη να το πλησιάσουμε.
Τα βρήκαμε λένε οι ξέγνοιαστες πικρό-χαμογελούσες εκφωνήτριες στις βραδινές ειδήσεις του τίποτα, με την Τουρκιά και στο εξής θα τους δεχόμαστε στα σπίτια μας. Καλό αν είναι αληθινό. Μόνο εκείνο το ξέσπασμα του γέροντα στη Σμύρνη όταν δεν υποδέχθηκε τον Έλληνα Στρατηγό και δεν σηκώθηκε από το πεζούλι που κάθονταν να υποκλιθεί εμπρός του μας προκαλεί φαγούρα και ξυνόμαστε. Σε ερώτησή γιατί δείχνει ασέβεια απάντησε «γιατί είστε φίλοι των Τούρκων και τους έχετε στη δούλεψή σας» « Μια χαρά είναι» του απάντησε ο Στρατηγός για να πάρει την απάντηση. « Δεν τον ξέρετε εσείς . Υπηρέτης στην αδυναμία του μεταβάλλεται σε αδίστακτο αν αποκτήσει δύναμη» (Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Δέα Αξιωματικού της Ελληνικής δύναμης στη Σμύρνη «Μεσουρανήματα και συντρίμμια» )
Η προφητεία του Ελύτη τόσο μακρινή και τόσο κοντά μας, ούτε μιας γενιάς απόσταση, θα κραυγάζει προς το Αιγαίο που μας γέννησε, όμοιοι του πρώτου μας Θεού, του Δία.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
την παρθένα του βλέμματος.
Ζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ’ την όψη μου:
(Απόσπασμα από το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη)
Με τις ακόρεστες ορέξεις μας, με τις διαβολεμένες ραδιουργίες μας, με τη ζωή μας στοιβαγμένη στο Δίκταιο Άντρο, κακέκτυπα του Δία, περιμένουμε μάταια την Αμάλθεια, την κατσίκα με τα χίλια μαστάρια να μας θρέψει και τους Κουρήτες να μας νανουρίσουν, μακριά από τα μάτια του Κρόνου, που εναγώνια μας αναζητά.
Μόνο, που, ο σύγχρονος Κρόνος που αντικαταστάθηκε από τα Μονοπώλια, παρακολουθώντας τα αστραφτερά φώτα των πολυτελών 4Χ4 της παραλιακής λεωφόρου προς το Σούνιο, το ακρωτήρι του τραγικού Αιγαία και τους αέρηδες της Μυκόνου, του νησιού της αρπαχτής, πήρε χαμπάρι την ύπαρξή μας και μας κατάφαγε
Έτσι ζητάμε διαρκώς εμείς που πηγαίνουμε τριήμερα στα χιόνια και όταν υπάρχουν κι άλλοι και εγκλωβισθούμε απορούμε γιατί αυτοί οι βλάκες και ξενέρωτοι αμολήθηκαν στα βουνά. Όταν δε βρίσκουμε τραπέζι στην Πάρο αναρωτιόμαστε το ίδιο λες και εκείνοι δεν κάνουν τις ίδιες σκέψεις με μας.
Τελικά ας παραδεχθούμε ότι μισούμε το σπίτι μας και αισθανόμενοι εγκλωβισμένοι σε μια φυλακή που τη χτίσαμε να μπούμε μέσα, χρονιάρες μέρες μας πιάνει αίσθημα φυγής και τσακιζόμαστε να ξεφύγουμε από τον αόρατο δυνάστη που ενσαρκώνεται στη σκέψη μας και τρέχουμε εκεί που τρέχουν και οι άλλοι για να ξανά ζήσουμε μια νέα Σταδίου, μια νέα συμφόρηση κυκλοφοριακή και το ίδιο άγχος να μας διακατέχει.
Ας δικαιώσουμε τον φιλόσοφο που είπε ότι ζωή δεν είναι το ένα καταραμένο πράγμα μετά το άλλο, αλλά ζωή είναι το ένα καταραμένο πράγμα ξανά και ξανά.
Παρά την απογοήτευση μας, για το νέο χρόνο, είναι προτιμότερο να προετοιμασθούμε για μια ευκαιρία έστω και αν δεν μας δοθεί τέτοια, από του να έχουμε μια ευκαιρία και να μην είμαστε προετοιμασμένοι.
Χρόνια πολλά