Η μετάβαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Όμως η επιτυχία της δεν κρίνεται στις διακηρύξεις, αλλά στον τρόπο εφαρμογής. Η ουσία του ψηφιακού εκσυγχρονισμού βρίσκεται στην ικανότητά του να ενσωματώνει το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας, χωρίς να αποκλείει και χωρίς να επιβαρύνει δυσανάλογα τους οικονομικά και οργανωτικά πιο ευάλωτους. Η περίπτωση του υποχρεωτικού Ψηφιακού Πελατολογίου για τα συνεργεία αυτοκινήτων, όπως αυτή εφαρμόζεται από την Πολιτεία, αποτελεί παράδειγμα βεβιασμένης πολιτικής που αγνοεί την πραγματικότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών βρισκόμαστε σε διαρκή επαφή με τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις δυνατότητες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Εκατοντάδες επαγγελματίες του κλάδου της επισκευής και συντήρησης οχημάτων μας εκφράζουν καθημερινά την ανησυχία και την αγανάκτησή τους, για μια ρύθμιση η οποία, ενώ επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό, στην πράξη απειλεί τη βιωσιμότητα χιλιάδων μικρών επιχειρηματικών μονάδων.
Η εφαρμογή του ψηφιακού πελατολογίου, προϋποθέτει τεχνική υποδομή, εξειδικευμένο προσωπικό, οργάνωση και άνεση χρόνου. Στοιχεία, που δεν διαθέτουν οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις του κλάδου. Η μεγάλη πλειοψηφία των συνεργείων, είναι ατομικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, που λειτουργούν με περιορισμένους πόρους, χωρίς γραμματειακή υποστήριξη και με ελάχιστη ή καθόλου εξοικείωση με σύνθετες ψηφιακές διαδικασίες. Η Πολιτεία, αντί να προχωρήσει σε μέτρα υποστήριξης, κατάρτισης και σταδιακής εφαρμογής, επιλέγει την επιβολή, με την απειλή προστίμων και με ελεγκτικό χαρακτήρα.
Ο καθημερινός κύκλος εργασιών ενός συνεργείου, περιλαμβάνει πλήθος περιπτώσεων που δεν μπορούν να ενταχθούν οριζόντια σε ένα άκαμπτο ψηφιακό σύστημα. Οχήματα που εισέρχονται προσωρινά για έλεγχο, μικροπαρεμβάσεις χωρίς χρέωση, διαγνώσεις χωρίς επισκευή, παραπομπές σε άλλους τεχνικούς, όλα αποτελούν οργανικό κομμάτι της εργασίας. Το να ζητείται από τον επαγγελματία να καταγράψει λεπτομερώς και υποχρεωτικά κάθε τέτοια πράξη, ισοδυναμεί με απορρύθμιση της ίδιας της λειτουργίας της επιχείρησης.
Επιπλέον, η καθολική και υποχρεωτική καταγραφή, δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας, καθώς κανείς δεν γνωρίζει πώς θα χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα αυτά στο μέλλον: με ποια κριτήρια θα γίνονται έλεγχοι, πώς θα αξιολογείται η “συμμόρφωση” μιας επιχείρησης, πώς θα λαμβάνεται υπόψη η εποχικότητα ή το μέγεθός της. Δεν μπορεί η Πολιτεία να αγνοεί ότι οι μικρές επιχειρήσεις λειτουργούν με εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς και δυναμική σε σχέση με τις μεγαλύτερες, που διαθέτουν οργανωμένα λογιστήρια και ψηφιακές δομές. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται ο ανταγωνισμός εις βάρος των μικρών, δημιουργούνται νέες ανισότητες και εν τέλει, συρρικνώνεται το πλήθος των ανεξάρτητων επαγγελματιών.
Η στάση αυτή, πλήττει την επιχειρηματικότητα και την αυτοαπασχόληση. Οι μικρομεσαίοι δεν αντιτίθενται στον εκσυγχρονισμό. Αντιδρούν στην επιβολή μέτρων χωρίς προσαρμογή στην πραγματικότητα. Η τεχνολογική πρόοδος, για να είναι αποτελεσματική, οφείλει να ενσωματώνει τη φωνή των ίδιων των επαγγελματιών. Να σχεδιάζεται με τη συμμετοχή τους και όχι ερήμην τους.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, έχει από την πρώτη στιγμή καταθέσει ρεαλιστικές προτάσεις:
– Να υπάρξει αναστολή της υποχρεωτικής εφαρμογής του ψηφιακού πελατολογίου για εύλογο χρονικό διάστημα.
– Να δημιουργηθεί τεχνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο υποστήριξης για τις μικρές επιχειρήσεις.
– Να διαχωριστούν οι πληροφορίες που προορίζονται για εσωτερική διαχείριση από εκείνες που καταχωρούνται για φορολογική ή ελεγκτική χρήση.
– Να εφαρμοστούν κριτήρια αναλογικότητας, ώστε οι υποχρεώσεις να προσαρμόζονται στο μέγεθος, τον κύκλο εργασιών και τις ιδιαιτερότητες κάθε επιχείρησης.
– Και τέλος, να διασφαλιστεί η θεσμική συμμετοχή των επαγγελματικών φορέων στον σχεδιασμό και την εποπτεία της εφαρμογής.
Η επιμονή της Πολιτείας να αγνοεί αυτά τα εύλογα αιτήματα, οδηγεί τον κλάδο σε κινητοποιήσεις. Οι επαγγελματίες, δηλώνουν ξεκάθαρα: δεν θα επιτρέψουν να υπονομευτεί η λειτουργία και η αξιοπρέπειά τους, στο όνομα ενός μοντέλου ψηφιοποίησης που σχεδιάστηκε χωρίς διάλογο και χωρίς υποστήριξη. Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, δηλώνει ρητά, ότι θα σταθεί έμπρακτα δίπλα τους. Δεν πρόκειται για μια απλή διαμαρτυρία, αλλά για αγώνα υπέρ της επιβίωσης των μικρών επιχειρήσεων, υπέρ της αναλογικής αντιμετώπισης, υπέρ της ισότητας ευκαιριών.
Το διακύβευμα είναι πολύ σοβαρό. Αν επιμείνουμε σε μια ψηφιακή μετάβαση δύο ταχυτήτων, τότε δεν θα μιλάμε για εκσυγχρονισμό, αλλά για αποκλεισμό. Δεν θα διασφαλίζουμε διαφάνεια, αλλά θα ενισχύουμε τις δομές εκείνες που ήδη διαθέτουν πόρους και τεχνογνωσία. Οι υπόλοιποι, οι “πολλοί”, θα καλούνται να προσαρμοστούν χωρίς εργαλεία, χωρίς καθοδήγηση και χωρίς χρόνο.
Καλούμε την Πολιτεία, την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών και των συναρμόδιων αρχών, να δείξουν στοιχειώδη θεσμική ευαισθησία. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν είναι αριθμοί, ούτε εμπόδιο στην πρόοδο. Είναι οι άνθρωποι που κρατούν την πραγματική οικονομία ζωντανή, που εργάζονται καθημερινά χωρίς κρατική στήριξη, που δημιουργούν το 90% της απασχόλησης στις τοπικές κοινωνίες. Δεν τους αξίζει ένας ψηφιακός εξοστρακισμός.
Η ψηφιακή μετάβαση, μπορεί και πρέπει να είναι συλλογική. Αρκεί να σχεδιαστεί με όσους αφορά – και όχι ερήμην τους. Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, θα συνεχίσει να υπερασπίζεται αυτήν τη βασική αρχή, με σταθερότητα, θεσμική παρουσία και ενεργή στήριξη των επαγγελματιών που καθημερινά στηρίζουν την πραγματική οικονομία της χώρας.