Είχε καβατζάρει τα πενήντα. Για πολλά χρόνια μετανάστης σε ξένη χώρα είχε ορκισθεί στα πενήντα του να επιστρέψει στην πατρίδα του ό,τι και να γίνονταν.
Του Κων/νου Τζέκη
Ύστερα από μια πορεία περιπετειώδη για σενάριο ταινίας και αφού πέρασε πολλές δοκιμασίες κατάφερε να δημιουργήσει μια εταιρεία που τον άφησε πολλά κέρδη, ιδίως κατά την πώλησή της.
Μόνος τώρα στη χώρα και στην πόλη του, όμως ξένος ανάμεσα σε ανθρώπους που έτρεχαν για το μεροκάματό τους. Πίστευε, ότι θα συναντούσε τους παλιούς του φίλους, αλλά ξεμάκρυναν κι αυτοί και έτσι με μια καλημέρα και έναν χαιρετισμό απομακρύνονταν από κοντά του. Είχε ξεχασθεί απ’ όλους.
Δεν είχε χρόνο μα ούτε σκέψη να δημιουργήσει οικογένεια. Η ευχέρειά του στα οικονομικά του επέτρεπαν, να ικανοποιεί όλες του τις ανάγκες.
Την παραμονή των πρώτων Χριστουγέννων στην πόλη του, χωρίς να έχει κάτι άλλο να κάνει ντύθηκε και βγήκε βόλτα στις βιτρίνες του κέντρου της πόλης. Παντού άκουγε τα κάλαντα που υπόσχονταν τη γέννηση του Χριστού. Παντού ευχές, παντού γκρίνιες των παιδιών που ήθελαν ένα παιχνίδι αλλά τα οικονομικά της οικογένειας δεν το επέτρεπαν, παντού χαμόγελα και αναμονή του κοσμοϊστορικού γεγονότος της γέννησης του Θεανθρώπου.
Από μακριά σα να άκουσε χτύπο τύμπανου. Φάλτσο και χωρίς ρυθμό, αλλά ήταν η ημέρα κατάλληλη για οποιαδήποτε μουσική, ακόμα και φάλτσα. Θυμήθηκε πως παιδί χτυπούσε έναν τενεκέ που έγραφε « Του Λεβή τυρός τελεμές, Ποιότης Α Θεσσαλονίκη». Θυμούνταν τις λέξεις χωρίς να μπορεί, τότε, να γνωρίζει τί είναι ο τυρός ή ο τελεμές ή ο Λεβής. Πιθανώς κάτι που τρώγονταν και το παρασκεύαζε ο Λεβής.
Όσο πλησίαζε ο χτύπος του τύμπανου ήταν δυνατότερος. Τώρα πιθανά ξεχώριζε και κάποιες συλλαβές του τυμπανιστή, κάποιο τραγούδι που έμαθε φευγαλέα από κάποια διαφήμιση. Έστριψε στη γωνία και βρέθηκε μπροστά στον μουσικό με το αυτοσχέδιο όργανο. Έναν σκουριασμένο και τσαλακωμένο τενεκέ που έγραφε αυτό που έγραφε ο δικός του τενεκές!!! Σύμπτωση σκέφθηκε
Κάθισε μπροστά στον ανήλικο μουσικό και έστειλε το νου του να ταξιδέψει στα πρώτα του παιδικά χρόνια, ώσπου τον συνέφερε η φωνή του οργανοπαίχτη. «Κύριε εμποδίζετε τη δουλειά μου». Άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια από περιέργεια. «Που μένεις μικρέ τυμπανιστή;» Ο μικρός σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Όπου να είναι» απάντησε. « Έχεις γονείς;» Πάλι σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
Η αυτόκλητη παρέα σε λίγο βρέθηκε σε ένα μαγαζί που πουλούσε παιδικά ρούχα. Ύστερα σε μια πιτσαρία. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» ρώτησε. Ο μικρός μπουκωμένος έγνεψε το κεφαλάκι του θετικά και σε λίγο ύστερα από ελάχιστες διατυπώσεις στην Αστυνομία να δηλώσει ότι φιλοξενεί ένα παιδάκι αν οι γονείς του το αναζητούσαν, περνούσαν φορτωμένοι καλούδια το κατώφλι του σπιτιού.
Άφησε τα ψώνια στο πάτωμα και έβγαλε τα κλειδιά να ανοίξει την πόρτα. Με το άνοιγμα, με μιας φωτίσθηκε ολόκληρο σπίτι με ένα φως ανέσπερο, κατάλευκο και μαγικό. Από τον ουρανό ακούγονταν μια μελωδία που πρώτη φορά ένοιωθε τη γλύκα της «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη των ανθρώπων ευδοκία». Γύρισε να αντικρίσει τον μικρό του συνοδό. Όμως δεν τον είδε. Λες και είχε εξαφανισθεί. Απορημένος μπήκε στο σπίτι. Στη γωνία στο εικονοστάσι φτερούγησε ένας άγγελος με τη μορφή του μικρού τυμπανιστή.
Από το στόμα του ξεχύθηκε ο ψαλμός «Χριστός γεννάται δοξάσατε….».
Γνώριζε πλέον ότι θα έπρεπε να δημιουργήσει δική του οικογένεια και από την επόμενη θα επισκέπτονταν μια μακρινή του θύμηση απ’ τα παιδικά του χρόνια που καθώς είχε πληροφορηθεί ήταν και εκείνη μόνη στη ζωή.
Χρόνια πολλά