Αλλά τι προηγήθηκε της Άλωσης; Ας προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε τις τελευταίες αναλαμπές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ΄ (1449-1453)
Είναι αξιοπρόσεκτη η προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ να βρει συμμαχικές δυνάμεις από τη Δύση προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Επίσης αξιοπρόσεκτα είναι και τα παζαρέματα του Πάπα σε βάρος των Χριστιανών αδελφών του. Τα πάντα στο βωμό του συμφέροντος και της αλαζονείας της εξουσίας. Όμως υπήρξαν και εξαίσιες μορφές της εκκλησίας που αντιδρούσαν στην υποταγή της Ανατολικής εκκλησίας στον Πάπα, όπως είναι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός.
Ο Δεσπότης του Μυστρά από το έτος 1443 έως το έτος 1448, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος διαδέχθηκε τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ στο θρόνο της Βασιλεύουσας. Έμελλε να γίνει ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Στις 6 Ιανουαρίου 1449, στέφθηκε «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων και Βασιλεύς των Ελλήνων» στη Μητρόπολη του Μυστρά.
Δύο μήνες αργότερα έφθανε στην Κωνσταντινούπολη. Είχε γεννηθεί το έτος 1404 και ήταν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά του Μανουήλ Β΄.
Ο Χρήστος Ζαλοκώστας στο βιβλίο του « Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», έκδοση Εστίας, σελ 23, σκιαγράφησε ως εξής τον Κωνσταντίνο.
«Ο Κωνσταντίνος είχε κληρονομήσει την πολεμικότητα της γενιάς του. Δεν ήξερε τι θα πει φόβος. Ενώ τα αδέλφια του σκιάζονταν ν’ ανέβουν στα σκοτεινά στον πύργο του Ανεμά όπου λέγονταν σέρνονταν το φάντασμα κάποιου Ισαάκιου, αυτός πήγαινε και έμενε ώρες εκεί, περιμένοντας να παλέψει μ’ αυτό το φάντασμα».
Όταν έγινε αυτοκράτορας ήταν σαράντα πέντε χρόνων, ψηλός, αδύνατος, μελαχρινός. Τα μάτια του ήταν μεγάλα πράσινα και εκφραστικά, είχε πρόσωπο στεγνό σαν τους Αρχαίου αθλητές, πλούσια μαλλιά και πλατείς ώμους. Το παράστημά του ήταν αρχοντικό και αρρενωπό. Ο Κωνσταντίνος υπήρξε άντρας με εξαιρετικά πνευματικά και ηθικά χαρίσματα, ήταν γενναίος, αποφασιστικός, φιλόπατρις, ευσεβής, σώφρων, μετριοπαθής και πολύ μορφωμένος.
Σε όλους τους υπηκόους του ενέπνεε τον θαυμασμό και την αγάπη, Σε κανέναν δε συμπεριφέρθηκε ποτέ ανέντιμα, αλλά σε όλους φερόταν με γενναιοψυχία και υπομονή.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ και κατ’ άλλους ιστορικούς ΙΒ΄ αν συνυπολογισθεί ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, στέφθηκε στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και στις 12 Μαρτίου έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.
Η κατάσταση που βρήκε μπροστά του ήταν απελπιστική. Ο λαός είχε χωρισθεί σε δύο στρατόπεδα τους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς. Δηλαδή σ’ αυτούς που ήθελαν για λόγους πολιτικούς την Ένωση με τον Πάπα και σ’ αυτούς που απέρριπταν κάθε μορφή διαλόγου μαζί του.
Εκτός αυτού του τεράστιου προβλήματος ο Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει και τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια. Για να αντιμετωπίσει αυτή τη κατάσταση διέταξε αιματηρές οικονομίες. Αναγκάσθηκε να λιώσει σε νομίσματα τις ασημένιες πόρτες του παλατιού και άλλα αργυρά και χρυσά αντικείμενα.
Τέλος προσπάθησε να επιβάλει φόρους στους Ενετούς εμπόρους της Πόλης χωρίς να μπόρεσε να επιτύχει τους στόχους του.
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Πόλη και χαρακτηρίσθηκε ως απελπιστική από τους μετέπειτα ιστορικούς. Τότε έφθασε η είδηση του θανάτου του Σουλτάνου Μουράτ του Β΄(1451) που τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γιος του Μωάμεθ Β΄(1451-1481) σε ηλικία 19 ετών. Κατά τον πρώτο χρόνο της Βασιλείας του, ο νέος Σουλτάνος συμπεριφέρθηκε φιλειρηνικά θέλοντας να κερδίσει χρόνο για να οργανώσει καλύτερα τον στρατό του και τα οικονομικά του κράτους του.
Όμως δεν άργησε να δείξει τον πραγματικό του εαυτό και τις πραγματικές του προθέσεις για την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Το μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο τον απασχολούσε νύχτα- μέρα. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Άυπνος σχεδίαζε διαρκώς τα οχυρωματικά εμπόδια της Πόλης και προσπαθούσε να βρει λύσεις και τρόπους εκπόρθησής της, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Προφήτη ότι «ο μεγαλύτερος στρατηλάτης θα είναι εκείνος που θα εκπορθήσει την Πόλη».
Πολλές φορές κατά τη νύχτα μεταμφιεζόταν σε στρατιώτη έφιππο ή πεζό και περιφερόταν στους δρόμους της Ανδριανούπολης (που ήταν η πρωτεύουσα των Οθωμανών για να ακούσει τις κρίσεις του λαού και των στρατιωτών γι’ αυτόν.
Ο πατέρας του, του είχε αφήσει την ευχή να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη και αυτός έπρεπε να την πραγματοποιήσει. Αυτό άλλωστε ήταν το όνειρο όλων των προκατόχων του.
Αναζητούσε την αφορμή που θα του επέτρεπε να αρχίσει τον πόλεμο κατά του Βυζαντίου. Αλλά την πολυπόθητη αφορμή την έδωσε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος θέλησε να εκμεταλλευθεί προς όφελος του Βυζαντίου από την επιδρομή του ηγεμόνα της Καραμανίας Ιμπραήμ μπέη, στο Οθωμανικό έδαφος και συγκεκριμένα στα Ανατολικά σύνορα.
Έκανε λοιπόν το σφάλμα ο Κωνσταντίνος να ζητήσει τα διπλάσια λύτρα για τον πρίγκιπα Ορχάν που είχε καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Ο πρίγκιπας αυτός ήταν συγγενής του Μωάμεθ και διεκδικητής του θρόνου.
Ο Κωνσταντίνος πρόβαλλε στον Μωάμεθ αυτή την απαίτηση για διπλασιασμό των λύτρων, διαφορετικά απειλούσε να αφήσει ελεύθερο τον Ορχάν να συνεχίζει τη δράση του εναντίον του Σουλτάνου.
Αλλά πρέπει να ασχοληθούμε για λίγο με τον Μωάμεθ Β΄.
Μωάμεθ Β΄ ο Κατακτητής ή Πορθητής (1432-1481).
Σουλτάνος από το 1451-1481. Ήταν γιος του σουλτάνου Μουράτ Β’, τον οποίο και διαδέχτηκε στο θρόνο. Είχε σπουδαία στρατιωτικά και πολιτικά προσόντα, που τον βοήθησαν στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Ύστερα από προετοιμασίες δυο ετών πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη από στεριά και θάλασσα και την κυρίευσε με έφοδο στις 29 Μαΐου 1453, πραγματοποιώντας το μεγαλύτερο όνειρό του. Η «βασίλισσα των πόλεων» έγινε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Το 1454 κατέστησε φόρου υποτελείς τους Παλαιολόγους της Πελοποννήσου. Η τελευταία από τις τρεις εκστρατείες του (1455, 1456, 1459) εναντίον της Σερβίας στέφτηκε με επιτυχία και ολόκληρη η χώρα υποτάχτηκε. Το 1458 ο στρατηγός του Ομάρ κυρίεψε την Αθήνα και το 1460 ο Μωάμεθ Β’ κυρίευσε την Πελοπόννησο, εκτός από τα φρούρια του Ναυπλίου, της Πύλου, της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης και της Κορώνης. Το 1461 έγινε κύριος της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και της Καραμανίας. Με την κατάληψη της Λέσβου (1462) συμπλήρωσε την κατάκτηση όλων των νησιών του Αιγαίου, εκτός από τη Ρόδο. Το 1462 κυρίευσε τη Βλαχία, το 1464 τη Βοσνία και το 1470 το φρούριο της Χαλκίδας. Η προσπάθειά του να κυριεύσει τη Ναύπακτο (1477-1478) που την υπεράσπιζαν οι Βενετοί, απέτυχε. Το 1479 προσάρτησε την Αλβανία και λεηλάτησε άγρια την ιταλική πόλη Οτράντο. Ο ξαφνικός θάνατός του (1481) ματαίωσε το σχέδιό του να καταλύσει το παπικό κράτος. Ο Μωάμεθ Β’, εκτός από τα στρατιωτικά, είχε και μεγάλα διοικητικά προσόντα και κατόρθωσε να οργανώσει άριστα το απέραντο κράτος του.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στους χριστιανικούς πληθυσμούς (όπως και στους Εβραίους) παραχώρησε θρησκευτικές ελευθερίες, αποβλέποντας στη διατήρηση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτό έκανε ευκολότερη την είσπραξη των φόρων και τη διακυβέρνηση των πληθυσμών. Διόρισε νέο πατριάρχη το Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος ήταν αρχηγός της ανθενωτικής μερίδας, δηλαδή των χριστιανών που δεν ήθελαν την ένωση ορθόδοξης και ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ματαιώνοντας έτσι το ενδεχόμενο της συνεννόησης των ορθοδόξων με τον πάπα για την οργάνωση σταυροφορίας. Ο Μωάμεθ Β’ ήταν πολύ μορφωμένος και γνώριζε ξένες γλώσσες. Είχε μαζί του Έλληνες γραμματικούς, τους οποίους συμβουλευόταν για τη διακυβέρνηση του κράτους του. Επίσης, τους χρησιμοποιούσε για να συντάσσουν τα έγγραφά του προς τους χριστιανούς της Δύσης (ως τα τέλη του 16ου αι. οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν την ελληνική στις διπλωματικές τους σχέσεις). Τέλος, από Ιταλούς που είχε στην υπηρεσία του πληροφορούνταν για την κατάσταση στη Δύση, τις στρατιωτικές δυνάμεις, τις πολεμικές μεθόδους, τις δυναστείες που κυβερνούσαν.