Είναι το τραγούδι μια καταγγελία αλλά και μια απογοήτευση. Μια απογοήτευση του τραγουδιού μια απογοήτευση για μια περιοχή ολόκληρη που στενάζει από ορφάνια και εγκατάλειψη.
Του Κων/νου Τζέκη
Αναφέρομαι σε χρόνια δίσεκτα για τη Δυτική Μακεδονία. Μια περιοχή της χώρας που ήταν δεύτερη στη χώρα σε ανάπτυξη αλλά και δεύτερη στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα μετά τη Βοιωτία.
Τα εργοστάσια κάπνιζαν και μαζί με διοξείδιο και ρύπους έδιναν χρήματα στην Ελλάδα και στους εργαζόμενους αλλά και σ’ ολόκληρη την περιοχή. Η Ελλάδα στηρίζονταν στον λιγνίτη και η ανάπτυξή της επίσης.
Όμως τα μαύρα σύννεφα άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα, αλλά οι τοπικοί άρχοντες και οι «δικοί» τους ζώντας στον ψεύτικο Παράδεισο, δεν έδιναν σημασία στον ήλιο που κρύβονταν από τα σύννεφα της αβεβαιότητας.
Από την εποχή πριν χρόνια που η χώρα μας άρχισε να πληρώνει ρύπους, στο Ευρωπαϊκό Ταμείο, από την ώρα που τα φωτοβολταϊκά άρχισαν να παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα, από την ώρα που το φυσικό αέριο παρήγαγε ηλεκτρικό ρεύμα, όλοι ίσως πλην των αρμοδίων καταλάβαιναν ότι το τέλος είναι θέμα χρόνου.
Η ΔΕΗ η πολύφερνη νύφη που έδινε μεροκάματα πλουσιοπάροχα σε εργαζόμενους με ελάχιστα ή καθόλου προσόντα, έδινε αναθέσεις εκατομμυρίων σε φτερωτούς εργολάβους, επόμενο ήταν κάποια στιγμή να πάψει να είναι επικερδής.
Οι τοπικοί παράγοντες μεθυσμένοι από κανένα φωτιστικό στους δρόμους, κανένα γηπεδάκι για τα παιδιά, καμία εκκλησούλα για τις προσευχές τους, αλλά και εκατοντάδες θέσεις εργασίας για τους έχοντες Κορώνη, ξεγλιστρούσε και ξεχνούσαμε τους καρκίνους, τη ρύπανση του περιβάλλοντος, την ακτινοβολία των λεβήτων και όλα τα συνεπακόλουθα μιας ρυπογόνου περιοχής.
Έτσι με μάχες καταφέραμε να μην έχουμε φυσικό αέριο στην περιοχή μας από τον φόβο μην μειωθούν οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια και αυτά έκλεισαν δια παντός, ενώ το φυσικό αέριο θα συντηρούσε σοβαρό αριθμό εργαζομένων. Αλλά θα έκλειναν τα ορυχεία που συνωστίζονταν οι εργολάβοι, να πάρουν δουλείες με φορτηγά χωρίς πινακίδες και την τροχαία να τους καταδιώκει στα ορυχεία!!! Θα έκλειναν τα ορυχεία που αξίζει να δούμε έστω αι αργά ποιοι Αθηναίοι ήταν αποσπασμένοι σ’ αυτά για να εισπράττουν το επικίνδυνο, τα βαριά ένσημα κλπ.
Έτσι ήρθε η βύθιση και μαζί μ’ αυτήν η ορφάνια του τόπου και η ανεργία. Ενώ αν λειτουργούσε η απολιγνιτοποίηση με κάποιο σχέδιο ίσως περισώζονταν κάτι.
Ύστερα ήρθε η Πυροσβεστική και μπράβο σ’ όσους εργάσθηκαν να έρθει στην Πτολεμαΐδα. Όμως το ριζικό μας αποφυγείν αδύνατον. Ο Πρωθυπουργός, τότε, ο Υπουργός Εξωτερικών, τότε, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, τότε, ανακοίνωσαν από εδώ ότι θα δημιουργήσουμε την Εθνική Σχολή Πολιτικής Προστασίας. Έμελλε στους τοπικούς Βουλευτές, Περιφέρεια να εισάγουν ένα άρθρο σε κάποιο Νόμο, με μερικές λέξεις που θα έλεγαν. « Η προβλεπόμενη Σχολή από τους Νόμους της Πολιτικής Προστασίας, μεταφέρεται η έδρα της στη Δυτική Μακεδονία. Τόσο απλά. Είχαν όλοι δεσμευτεί. Αλλά έμειναν στις υποσχέσεις με κύριους υπεύθυνους τους εδώ Άρχοντες. Αν η Πολιτεία είχε αλλάξει γνώμη έπρεπε να καταγγείλουν αυτή την οπισθοχώρηση και ας άλλαζαν γραβάτα και από πορτοκαλί ας την έβαφαν οποιοδήποτε άλλο χρώμα. Αλλά σιώπησαν.
Για την ιστορία η Σχολή αυτή θα περιείχε προσομοιώσεις χειρισμού κρίσεων, οδήγησης αεροπλάνου πυροσβεστικού, οδήγησης ελικοπτέρου, πυροσβεστικού οχήματος, εκπαιδεύσεις για χορήγηση πιστοποιήσεων πυρασφάλειας και υπευθύνων πυρασφάλειας εργοστασίων, πιστοποιήσεις πυροσβεστών. Μαθητές Έλληνες και αλλοδαποί. Επίσης θα χορηγούσε μεταπτυχιακά στην Πολιτική Προστασία.
Οι αρμόδιοι επισκέφθηκαν την ΑΕΒΑΛ αρκετές φορές για να ιδρύσουν εκεί την Εθνική Σχολή και…… σκόνταψαν, έπεσαν και δεν σηκώθηκαν από καταγής.
Το καλό για εκείνους είναι ότι δεν ζήτησαν ποτέ συγνώμη για τις παραλείψεις τους γιατί η κοινωνία θα τους αντάμειβε ανάλογα.
Αυτές οι δύο χαμένες ευκαιρίες δεν είναι οι μοναδικές. Δεν αναπτύχθηκε ποτέ ο αγροτουρισμός, ο αλιευτικός τουρισμός, ο θρησκευτικός τουρισμός, ο βιομηχανικός τουρισμός, ο τουρισμός οίνου, κρόκου και γενικά βοτάνων, ο οδοιπορικός τουρισμός.
Ας είναι καλά και τεθλιμμένοι όσοι μπορούσαν και αδιαφόρησαν κι ας οδύρονται επί του πτώματος της περιοχής.
Ας μην κλαιγόμαστε σαν τις απαρηγόρητες χήρες. Ας φωνάξουμε, ας κατεβούμε στους δρόμους, ας γκρινιάξουμε. Η Πολιτεία μας χρωστάει κι εμείς αξίζουμε της προσοχής της.