Οι τυχεροί αναπολούν τις ξέγνοιαστες στιγμές που πέρασαν στην ακρογιαλιά, με τις ωραίες ανταύγειες των δειλινών καθώς ο ήλιος τους αποχαιρετούσε προσωρινά, μέχρι την επόμενη μέρα.
του Κων/νου Τζέκη
Τώρα κλεισμένοι στο γκρίζο δωματιάκι τους περιμένουν το επόμενο καλοκαίρι, ποιος ξέρει αν μπορέσουν να ξαναβρούν το ίδιο θαύμα, αφού είναι γνωστό ότι τα θαύματα κρατούν ελάχιστα.
Οι άλλοι οι άτυχοι που δεν μπόρεσαν να ανοίξουν τις κουρτίνες της ζωής τους να θαυμάσουν τον Παράδεισο, ευελπιστούν για του χρόνου. Καμιά φορά προσμένοντας το θαύμα περνούν χρόνια αλλά πάντοτε ελπίζουν.
Όμως για όλους μας και τους τυχερούς και τους άτυχους, είναι στιγμές που μας παίρνει από κάτω. Χαμηλώνει το ταβάνι του σύμπαντος και μας κλείνει σαν σε φυλακή. Έρχονται και κείνα τα ζοφερά δειλινά και μας πλακώνουν τη φωνή της αντίστασής μας και την περιέργεια για την ανίχνευση του αύριο.
Περπατάμε και κατρακυλάνε οι πέτρες με το δικό μας ποδοβολητό. Γελάμε και χάσκουν απορημένοι αυτοί που έχουν αυτιά αναίσθητου. Μιλάμε και κουδουνίζουν οι λέξεις σαν αντίλαλος ή σαν να βγαίνει η φωνή μέσα από άδειο δοχείο ή από τις χαραμάδες που ξέχασε να σφραγίσει ο Άδης.
Παρατάμε τη διάθεση μας άνεργη και νωχελική και ψάχνουμε στο διαδίκτυο για νέες εμπειρίες περισσότερο εικονικές αλλά σαν σε πραγματικότητα και ζούμε μαζί τους τόσο έντονα που λες να το ξανασκεφθούμε να γυρίσουμε στην πραγματικότητα.
Βλέπουμε απορημένα το σεμνό χαμομήλι που το πατάνε αδιαμαρτύρητα οι ισχυροί και νομίζουμε πως θα πεθάνει, αλλά την επόμενη ξαφνικά πετά πέταλα και μυρωδιές και λικνίζεται στο πρωινό αεράκι του Φθινοπώρου στέλνοντας τη ζωή στους άψυχους κορμούς των νεκρών αδελφών του.
Ξάφνου ακούμε τιτιβίσματα απ’ τον ουρανό. Στρέφουμε το βλέμμα μας και τα χελιδόνια αρμάθα στα καλώδια αγνοώντας τον κίνδυνο της ηλεκτροπληξίας, αφού μόνο αυτοί που τα χρησιμοποιούν κινδυνεύουν, σχεδιάζουν το ταξίδι της ζωή τους.
Πέφτουμε για ύπνο κάτω από την καρυδιά το κατακαλόκαιρο και ακούμε τα τζιτζίκια να τραγουδάνε ύμνους στη ζωή για τα ελάχιστα που τους προσφέρει η φύση.
Εμείς μαντρωμένοι σε ακατοίκητους ουρανούς προσπαθούμε να κερδίσουμε ολάκερο τον κόσμο, κουρσεύοντας και αρπάζοντας, άπληστοι και αχόρταγοι. Ο Όσκαρ Γουάιτ ευχαριστεί τον καταδότη του που τον έκλεισε φυλακή γιατί κατάλαβε με πόσα λίγα μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. Αυτός ο ξεκούτης βιαστής της φωλιάς του, της γης του, της ανάσας του, της ύπαρξής του.
Εμείς ανίκανοι να κρίνουμε, αφού μας στέρησαν την ευθύνη στη λήψη σοβαρών αποφάσεων, αμφισβητούμε τους πάντες. Επιστήμονες, πολιτικούς, μεγαλύτερους με πείρα, δασκάλους. Ψάχνουμε και ψαχνόμαστε να βρούμε εκείνο που μας ικανοποιεί αδιαφορώντας αν είναι πλάνη ή ψεύδος. Αρκεί που μας ικανοποιεί πρόσκαιρα και να μας χαρίζει την ικανοποίηση της απερίσκεπτης απόφασής μας, έστω και αν αργότερα μετανιώνουμε γι’ αυτό.
Ακολουθούμε αμφισβητίες της ύπαρξης παντός αληθινού και τυφλοί και άβουλοι δεχόμαστε τις αίολες θεωρίες τους. Το κακό είναι ότι μετά τη διαπίστωση της πλάνης ή της αποκάλυψης της άλλης αλήθειας, ξεχνάμε γρήγορα και ξαναρχίζουμε με μεγαλύτερη διάθεση να ακολουθήσουμε νέες θεωρίες και υποδείξεις.
Οι άλλοι οι φίλοι της πραγματικότητας, τυραγνιούνται με τα επίγεια και σαθρά που δήθεν τους προσφέρουν άνεση και τρέχουν αργότερα για καρδιοπάθειες και λουμπάγκο.
Τελικά τι αγαπάμε; Τη ζωή μας; Αυτή σίγουρα δεν την αγαπάμε. Κακή ζωή, κακή διατροφή, άγχος, στρες, αδυσώπητο κυνήγι του χρήματος. Τη φύση; Ούτε αυτή. Σκουπίδια παντού, πλαστικό σε υπέρμετρη χρήση καιγόμενα δάση, καυσαέρια, ρύπανση του περιβάλλοντος. Μάλλον τίποτα δεν αγαπάμε. Δεν ξέρουμε τι σημαίνει αγάπη γι’ αυτό και αδυνατούμε να προσλάβουμε το μήνυμα ο Θεός είναι αγάπη.
Φίλε συνάνθρωπε και συνοδοιπόρε στη ζωή. Σήκωσε το μέτωπο ψηλά και ανέτειλε μαζί με τον ήλιο τον δικό σου ήλιο που κανείς δεν τον σκιάζει. Ανάσανε και εισέπνευσε το δικό σου οξυγόνο που κανείς δεν το νοθεύει. Δώσε μια και κλώτσησε τα βαρίδια που σε αγκυλώνουν τη σκέψη και αγάπησε. Αγάπα με πάθος, με λάθος, με αγανάκτηση. Αλλά ΑΓΑΠΑ.